Εἶναι τό ταξείδι πού ἔγραψε ὁ Καβάφης
παραδίνοντάς μας τόν Ὅμηρο
καί εἶναι ἡ θυσία τῆς Ἰφιγένειας πού ἔκλαψε
στόν Ἔρωτα τή μέρα τῆς Ἀνάστασης.
Ἐκεῖ στόν Ὄλυμπο κατευθύνθηκε ἡ ψυχή τους ὡς θυμίαμα,
θυσία ἑσπερινή ἐνώπιόν Του,
μέχρις ὅτου ὁ Ρήγας τράβηξε κοντά του τήν Ἀροδαφνούσα.
Ἔτσι περιπλανήθηκε κι ἡ Δέσποινα,
ὅταν ἔχασε τή Θράκη, τήν Ἰωνία, τόν Πόντο, τήν Κύπρο, τήν ἴδια τή Βασιλεύουσα.
Ὅταν μάζεψαν τά κομμάτια της, ἀναγνώρισε ὅτι ἔχασε τό σῶμα ὁλόκληρο:
γιά τρεῖς μέρες τὄβαλε στόν Τάφο, ἔκλαψε καί περίμενε.
Τότε οἱ προσκυνητές χάθηκαν μέσα στό ταξείδι.
Πείνασαν, δίψασαν, κουράστηκαν, γύρεψαν τόπο, γιά νά ξαποστάσουν.
Ἀποκοιμήθηκαν στήν τελευταία διαδρομή.
Τά τριαντάφυλλα τοῦ ΕΠΙΤΑΦΙΟΥ γίναν στρῶμα,
γιά νά κοιμηθοῦν καί ἡ Θεία Κοινωνία τό νέκταρ τῶν θεῶν.
Κωνσταντίνου Στυλιανού, Μικρές του Πανός Ιστορίες (2009)