Γιὰ τὸ σταυρὸ καὶ τοὺς ραβίνους
δὲ χάσαμε τὸν ὀμορφότερό μας σύντροφο;
Ἐκεῖνον ποὺ ἀγάπησε τοὺς μαχητές,
τὰ γερὰ σκαριὰ καὶ τὶς ἀνοιχτὲς θάλασσες.
Σὰν ἤρθανε τὰ πλήθη νὰ αἰχμαλωτίσουνε τὸν Ἄνθρωπό μας
νὰ τὸν ἔβλεπες μονάχα πῶς χαμογελοῦσε.
«Πρῶτα ν’ ἀφήσετε νὰ φύγουν οἱ ὑπόλοιποι»
ἔτσι τοὺς εἶπε ὁ ὄμορφός μας σύντροφος
«ἀλλιῶς θὰ εἴσαστε καταραμένοι…»
Ἔτσι μᾶς ἔδιωξε ἀνάμεσα ἀπὸ τὶς λόγχες τους,
ἔτσι γελοιοποίησε τὴ συμμορία
«γιατί δὲ μὲ συλλάβατε» τοὺς εἶπε
«τότε ποὺ μόνος μὲς στὴν πόλη περπατοῦσα;»
Τὴν τελευταία φορὰ ποὺ μᾶς συντρόφευσε
ἤπιαμε στὴν ὑγειά του φίνο κόκκινο κρασὶ
γιατὶ ἦταν ὁ πιὸ ἄνθρωπος ἀπ’ τοὺς ἀνθρώπους,
γιατὶ δὲν ἤτανε παχὺς παπὰς κι εὐνοῦχος.
Τὸν εἶδα μὲ μιὰ τριχιὰ στὸ χέρι
νὰ κυνηγάει καμιὰ ἑκατοστὴ ἐμπόρους, γιατὶ
-μὴ σᾶς ξαφνιάζει- τὸ τίμιο κι ἁγιασμένο σπίτι του
τὸ καταντήσανε παζάρι καὶ χρηματιστήριο.
Δὲ θὰ τὴ βρεῖτε, δὲ χωράει στὰ βιβλία ἡ ζωή του,
ὅσο περίτεχνα κι ἂν γράφονται.
Δὲν εἶναι ποντικὸς στὰ κιονόκρανα
ὁ ὄμορφός μας σύντροφος
ποὺ ἀγαποῦσε τὶς ἀνοιχτὲς θάλασσες.
Γελιοῦνται παράφορα ὅσοι νομίζουν
πὼς παγιδέψανε τὸν ὄμορφό μας σύντροφο·
«πηγαίνω στὴ γιορτή» μᾶς εἶπε
«παρ’ ὅλο ποὺ πηγαίνω στὴν ἀγχόνη.
Εἴδατε πῶς θεράπευσα κουτσοὺς κι ἀόμματους,
πῶς ἀνάστησα νεκρούς» μᾶς εἶπε
«τώρα θὰ δεῖτε κάτι ἀνώτερο:
πῶς πεθαίνει στὸ σταυρὸ ἕνας γενναῖος».
Ὁ γιὸς τοῦ θεοῦ, ὁ ὄμορφός μας σύντροφος,
μᾶς κάλεσε νὰ γίνουμε ἀδέρφια του.
Τὸν εἶδα νὰ τρομάζει χίλιους ἄντρες.
Τὸν εἶδα σταυρωμένο.
Δὲν ἔβγαζε μιλιὰ ὅταν τοῦ κάρφωναν τὰ χέρια,
ὅταν ἀνάβλυζε τὸ αἷμα του ζεστό.
Ὅταν ἀλυχτοῦσαν τὰ βρωμόσκυλα
τοῦ κόκκινου οὐρανοῦ
ὁ ὄμορφός μας σύντροφος δὲν ἔβγαζε μιλιά.
Τὸν εἶδα στὰ ὑψώματα τῆς Γαλιλαίας
νὰ τρομάζει χίλιους ἄντρες·
περνοῦσε ἤρεμος ἀνάμεσά τους
κι ἐκεῖνοι κλαψουρίζανε
κι ἦταν τὰ μάτια του ὡραία
σὰν τὴ γαλάζια θάλασσα.
Σὰν θάλασσα φουρτουνιασμένη
ποὺ δὲν ἀνέχεται ταξίδια.
Σὰν τῆς Γεννησαρὲτ τὴ θάλασσα
ποὺ τὴν ὑπόταξε μὲ δυό του λέξεις.
Τὸν Κύριο, τὸν ὄμορφό μας σύντροφο,
τῆς θάλασσας τ’ ἀδέρφι καὶ τ’ ἀνέμου,
γελιοῦνται αἰωνίως, φίλε μου,
ὅσοι νομίζουν πὼς τὸν ἔχουν θανατώσει.
Τὸν εἶδα νὰ τρώει γλυκιὰ κερήθρα
κι ἃς τὸν εἴχανε πρὶν μέρες σταυρωμένο.
("Ezra Pound: η μπαλάντα του όμορφου Συντρόφου", ελεύθερη απόδοση: Θοδωρής Βοριάς)