Το νέο ήρθε εντελώς αναπάντεχο. "Από το πρωί δυνάμεις των ΜΑΤ έχουν εισβάλλει στη Villa Amalias". Μετά το πρώτο ξάφνιασμα ο νους άρχισε να δουλεύει περίεργα. Τα νιάτα μας. Πριν από 23 περίπου χρόνια ήμουν από τους πρώτους που έτρεχαν στη Villa, γείτονας γαρ και υπέρμαχος της λογικής των καταλήψεων. Συνελεύσεις, συζητήσεις, συναυλίες, πάντα "συν..." θα έλεγα, για ένα αύριο διαφορετικό από τη μιζέρια της Αχαρνών. Ξεκίνησε λίγο αργότερα μια δανειστική βιβλιοθήκη και ένα αυτοδιαχειριζόμενο μπαράκι. Οι μπάτσοι είχαν ξαναμπεί και τότε, αλλά δεν τους πέρασε.
Πριν από 22 χρόνια γνώρισα σε μια συναυλία εκεί την Σύντροφο της ζωής μου. Τα χρόνια πέρασαν και αρκετοί ομολογουμένως βολεύτηκαν στην ανωνυμία του όχλου, του δήθεν επαναστατημένου λαού. Κάποιοι άλλοι βολεύτηκαν απλώς στον καναπέ τους - αυτό είναι το χειρότερο - αφήνοντας το πεδίο ελεύθερο. Με κανένα τσιγαριλίκι, καμιά μικροκλοπή και μπόλικη φαντασία, η επανάσταση στα μάτια πολλών συνεχιζόταν αλλάζοντας αποχρώσεις. Και ...μεθόδους. Και στην τελική αφεντικά. Βοηθούσε και η ΓΑΔΑ βλέπετε. Η Villa σήμερα - οι εξελίξεις βλέπετε το έφεραν και η αδυναμία της να συγχρονιστεί με τα προβλήματα της γειτονιάς - κατήντησε ο νταβατζής των γειτόνων. Ο πατέρας που έβγαζε το παιδί του έξω βόλτα, ο παππούς που έβγαζε το εγγόνι στο πάρκο, έγιναν με το ζόρι "φασίστες", η καινούρια μόδα ήθελε υπόθαλψη της δυστυχίας και της εκμετάλλευσης. Έζησα μισό αιώνα και συνεχίζω να ζω στην περιοχή, κάποτε μια γειτονιά "καλή", τώρα αφημένη στο έλεος της μίζερης καθημερινότητας και εξαθλιωμένη. Το τελευταίο χωρίς εισαγωγικά. Απολύτως εξαθλιωμένη.