Το 1995 ο Kaczynski απέστελλε μια σειρά από επιστολές αφενός σε προηγούμενα θύματά του, αφετέρου σε μεγάλα μέσα μαζικής ενημέρωσης, στις οποίες ανέφερε τους στόχους του όπως ήταν διατυπωμένοι στο άρθρο που είχε συντάξει με τίτλο «Η βιομηχανική κοινωνία και το μέλλον της». Παράλληλα, απαιτούσε την δημοσίευση του άρθρου του, γνωστού και ως “Unabomber Manifesto” σε πλήθος εφημερίδων και περιοδικών. Την απαίτησή του αυτή έθετε ως όρο προκειμένου να δώσει τέλος στην βομβιστική του εκστρατεία. Το άρθρο ήταν ένα πυκνογραμμένο μανιφέστο εκτάσεως 35.000 λέξεων, με πρόσκληση για παγκόσμια επανάσταση κατά των συνεπειών του βιομηχανικού και τεχνολογικού συστήματος για την καταστροφή της βιομηχανικής κοινωνίας, ώστε να σωθεί η ανθρωπότητα από την επικείμενη οικονομική και τεχνολογική «δουλεία».
Μετά από έντονη συζήτηση για το εάν θα έπρεπε να δημοσιευθεί το άρθρο και κατόπιν νεότερης απειλητικής επιστολής του Kaczynski, ότι εάν δεν δημοσιευθεί θα συνεχίσει τις εκρηκτικές του επιθέσεις, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, έδωσε εντολή για την δημοσίευσή του για λόγους καταρχήν δημοσίας ασφάλειας και με την ελπίδα ότι η δημοσίευση θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας του δράστη. Όταν μόνο το περιοδικό “Penthouse” προθυμοποιήθηκε να δημοσιεύσει το μανιφέστο, ο Kaczynski έστειλε εκ νέου απειλητική επιστολή απαιτώντας την πολλαπλή δημοσίευσή του. Εν τέλει, το μανιφέστο δημοσιεύθηκε σε δύο εφημερίδες τον Σεπτέμβριο του 1995.
Το μανιφέστο του Kaczynski άρχιζε με μια διαμαρτυρία κατά των καταστροφικών συνεπειών της βιομηχανικής επανάστασης για το ανθρώπινο γένος. Στα πρώτα τμήματα του κειμένου, προέβαινε σε μια ψυχολογική και κοινωνιολογική ανάλυση των ομάδων των σύγχρονων αριστεριστών και των επιστημόνων, τους οποίους περιέγραφε ως άτομα «υπερκοινωνικά» και ματαιόδοξα που καταρρίπτουν κάθε ηθικό φραγμό προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους, επειδή εμφανίζουν συμπτώματα στέρησης σε σχέση με τις ομάδες των «ισχυρών». Αναφερόταν επίσης, στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει στα άτομα η βιομηχανοποίηση και η τεχνολογία, η ανάπτυξη των οποίων θεωρούσε ότι απέκοψε τους ανθρώπους από το φυσικό τους περιβάλλον, και τους «ανάγκασε να υιοθετούν πρότυπα συμπεριφοράς αντίθετα στην ανθρώπινη φύση».
Επισήμανε ότι στην σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία η επιστημονική έρευνα εξελίσσεται «τυφλά» χωρίς στόχο να επιφέρει την κοινωνική ευημερία, αλλά για να εξυπηρετεί τις ψυχολογικές ανάγκες των επιστημόνων και να προωθεί τα κρατικά και εμπορικά συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν την ακαδημαϊκή έρευνα. Το τεχνοκρατικό σύστημα πίστευε έχει ως στόχο να καλλιεργεί μεθόδους ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ώστε να μένουν άπραγοι οι άνθρωποι απέναντι στο αγχωτικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται εγκλωβισμένοι. Θεωρούσε ότι το μέλλον της βιομηχανικής κοινωνίας θα επιφέρει την ανθρώπινη ανελευθερία κάτω από τον απόλυτο έλεγχο μιας «ελίτ» που θα ελέγχει τις μάζες.
Στα τελευταία τμήματα του άρθρου του, ο Kaczynski στοχαζόταν την επανάσταση κατά της βιομηχανοποίησης, η οποία πίστευε ότι θα επιφέρει ανθρώπινη ελευθερία. Υποδείκνυε μάλιστα τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε η επανάσταση να επιτευχθεί, όπως με τον παραμερισμό της «πολιτικής αλαζονείας», την καταπολέμηση της προπαγάνδας και της χειραγώγησης, την αποσύνδεση από τους αριστεριστές και την δημιουργία μιας ελεύθερης αγοράς η οποία θα προσάρμοζε την οικονομία σε ένα ενιαίο σύνολο.
Ως μορφή κριτικής στην τεχνολογική κοινωνία, το μανιφέστο του Kaczynski απηχούσε τις θέσεις των σύγχρονων κριτικών κατά της βιομηχανοποίησης, όπως μεταξύ άλλων του John Zerzan, του Herbert Marcuse, του Fredy Perlman, του Jacques Ellul, του Neil Postman, ενώ οι κοινωνιολογικές του θεωρίες σχετίζονταν με τις θεωρίες της «εκλογίκευσης» και της «εξιδανίκευσης» του Freud, καθώς και με αυτές που αποτυπώνονταν στο έργο του Freud «Πολιτισμός, πηγή δυστυχίας».
Μπορεί η επιθυμία του Unabomber για δημοσίευση του έργου του να εκπληρώθηκε, ήταν ωστόσο η αρχή της πορείας για την σύλληψή του. Ήδη πριν την δημοσίευση του μανιφέστου, ο αδελφός του Kaczynski David Kaczynski, οδηγήθηκε, μετά από παραίνεση της συζύγου του, σε βάσιμες υποψίες ότι ο αδελφός του ήταν ο Unabomber. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν αφού διάβασε το μανιφέστο του. Απέστειλε τότε στις εφημερίδες γράμματα του αδελφού του χρονολογημένα το 1970, στα οποία ο Kaczynski διατύπωνε την διαμαρτυρία του κατά του τεχνολογικού πολιτισμού με εκφράσεις παρόμοιες με αυτές του άρθρου του Unabomber.
Μετά από αντιπαραβολή και γραφολογική ανάλυση των επιστολών αυτών, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ο συγγραφέας των εγγράφων αυτών ήταν το ίδιο άτομο που συνέταξε το μανιφέστο. Μια συνδυαστική ανάλυση βασισμένη στα περιστατικά των βομβιστικών επιθέσεων και της ζωής του Kaczynski, ήταν η βάση για να διενεργηθεί έρευνα. Ο αδελφός του Kaczynski προσπάθησε να παραμείνει ανώνυμος από την αρχή της έρευνα, αλλά τελικά η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε οπότε συνέδραμε περαιτέρω την έρευνα του FBI με αποδεικτικά στοιχεία και γράμματα του αδελφού του στους φακέλους των οποίων αναγράφονταν και οι ημερομηνίες, ώστε να καθορισθούν τα χρονικά σημεία επέλευσης των ενεργειών του Kaczynski και να συσχετισθούν με τον χρόνο δράση του Unabomber.
O Kaczynski συνελήφθη τελικά τον Απρίλιο του 1996 στο σπίτι του στο Lincoln της Montana, όπου βρέθηκε τελείως παραμελημένος. Στο σπίτι του ανευρέθηκαν και τα συστατικά των βομβών, καθώς και 40.000,00 αποσπάσματα εφημερίδων με πειράματα σε αυτοσχέδιες βόμβες και περιγραφές των εγκλημάτων του Unabomber. Επίσης, εκεί βρέθηκε μια έτοιμη βόμβα προορισμένη να αποσταλεί σε επόμενο θύμα.
Μέχρι εκείνο το σημείο, ο Unabomber αποτέλεσε την πιο ακριβή έρευνα στην ιστορία του FBI, αφού παρέμεινε για 17 ολόκληρα χρόνια ασύλληπτος, ανενόχλητος στην εγκληματική του δράση κατά της πανεπιστημιακής κοινότητας των ΗΠΑ. O David Kaczynski που άλλοτε είχε θαυμάσει τον μεγάλο αδελφό του, έπαιξε ρόλο –κλειδί στην σύλληψή του, ενώ χάρισε τα περισσότερα χρήματα της αμοιβής που έλαβε από το FBI στις οικογένειες των θυμάτων του αδελφού του (ο Unabomber ήταν ήδη επικηρυγμένος για ένα εκατομμύριο δολάρια).
Στο δικαστήριο, οι δικηγόροι του Kaczynski βάσισαν την υπερασπιστική τους γραμμή στην συνειδησιακή διατάραξη του Kaczysnki, κάτι το οποίο ο ίδιος αρνήθηκε. Το δικαστήριο διέταξε ιατρική πραγματογνωμοσύνη, δυνάμει της οποίας ο Kaczynski διαγνώσθηκε ότι έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια, ήταν ωστόσο ικανός να παρακολουθήσει την δίκη. Ο Kaczynski τελικά καταδικάστηκε για παράνομη μεταφορά, αποστολή και χρήση εκρηκτικών υλικών 10 φορές, καθώς και για την ανθρωποκτονία τριών ατόμων. Αρχικά, η κυβερνητική ομάδα δίωξης υπέδειξε την επιβολή της ποινής του θανάτου στον Kaczynski μετά από πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα των Ηνωμένων Πολιτειών Janet Reno. Τότε, ο δικηγόρος του David Kaczynski, ζήτησε τον αντιπρόσωπο του FBI να κάνει αίτηση χάριτος, προκειμένου να αποφύγει ο «Ted» την θανατική ποινή, καθώς ο David δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο ίδιος «έστελνε» τον αδελφό του στον θάνατο. Τελικά, ο Kaczynski απέφυγε την θανατική ποινή ομολογώντας την ενοχή του σε όλες τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν. Ο Kaczynski εκτίει σήμερα την ποινή της ισόβιας κάθειρξης που του επιβλήθηκε. Μέσα στη φυλακή επιδίδεται σε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα. Μάλιστα το 2010 μια συλλογή των συγγραμμάτων του μαζί με μια βελτιωμένη έκδοση του μανιφέστο του, δημοσιεύθηκαν με τον τίτλο “Τεχνολογική Υποδούλωση”. Όταν ρωτήθηκε αν φοβάται την φυλακή, απάντησε χαρακτηριστικά: «Το μόνο που με στενοχωρεί είναι το ενδεχόμενο να προσαρμοσθώ σε αυτό το περιβάλλον και να επαναπαυτώ σε αυτό, χωρίς να μπορώ να αντιδρώ πια. Φοβάμαι ότι με την πάροδο του χρόνου, θα σβήνονται οι αναμνήσεις μου από τα βουνά και τα δέντρα και θα χάσω την επαφή μου με την φύση. Αλλά δεν φοβάμαι ότι θα απολέσω το πνεύμα μου…».
Μετά από έντονη συζήτηση για το εάν θα έπρεπε να δημοσιευθεί το άρθρο και κατόπιν νεότερης απειλητικής επιστολής του Kaczynski, ότι εάν δεν δημοσιευθεί θα συνεχίσει τις εκρηκτικές του επιθέσεις, το Υπουργείο Δικαιοσύνης των Ηνωμένων Πολιτειών, έδωσε εντολή για την δημοσίευσή του για λόγους καταρχήν δημοσίας ασφάλειας και με την ελπίδα ότι η δημοσίευση θα βοηθούσε στον προσδιορισμό της ταυτότητας του δράστη. Όταν μόνο το περιοδικό “Penthouse” προθυμοποιήθηκε να δημοσιεύσει το μανιφέστο, ο Kaczynski έστειλε εκ νέου απειλητική επιστολή απαιτώντας την πολλαπλή δημοσίευσή του. Εν τέλει, το μανιφέστο δημοσιεύθηκε σε δύο εφημερίδες τον Σεπτέμβριο του 1995.
Το μανιφέστο του Kaczynski άρχιζε με μια διαμαρτυρία κατά των καταστροφικών συνεπειών της βιομηχανικής επανάστασης για το ανθρώπινο γένος. Στα πρώτα τμήματα του κειμένου, προέβαινε σε μια ψυχολογική και κοινωνιολογική ανάλυση των ομάδων των σύγχρονων αριστεριστών και των επιστημόνων, τους οποίους περιέγραφε ως άτομα «υπερκοινωνικά» και ματαιόδοξα που καταρρίπτουν κάθε ηθικό φραγμό προκειμένου να πετύχουν τον στόχο τους, επειδή εμφανίζουν συμπτώματα στέρησης σε σχέση με τις ομάδες των «ισχυρών». Αναφερόταν επίσης, στις ψυχολογικές επιπτώσεις που επιφέρει στα άτομα η βιομηχανοποίηση και η τεχνολογία, η ανάπτυξη των οποίων θεωρούσε ότι απέκοψε τους ανθρώπους από το φυσικό τους περιβάλλον, και τους «ανάγκασε να υιοθετούν πρότυπα συμπεριφοράς αντίθετα στην ανθρώπινη φύση».
Επισήμανε ότι στην σύγχρονη βιομηχανική κοινωνία η επιστημονική έρευνα εξελίσσεται «τυφλά» χωρίς στόχο να επιφέρει την κοινωνική ευημερία, αλλά για να εξυπηρετεί τις ψυχολογικές ανάγκες των επιστημόνων και να προωθεί τα κρατικά και εμπορικά συμφέροντα των επιχειρήσεων που χρηματοδοτούν την ακαδημαϊκή έρευνα. Το τεχνοκρατικό σύστημα πίστευε έχει ως στόχο να καλλιεργεί μεθόδους ελέγχου της ανθρώπινης συμπεριφοράς, ώστε να μένουν άπραγοι οι άνθρωποι απέναντι στο αγχωτικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκονται εγκλωβισμένοι. Θεωρούσε ότι το μέλλον της βιομηχανικής κοινωνίας θα επιφέρει την ανθρώπινη ανελευθερία κάτω από τον απόλυτο έλεγχο μιας «ελίτ» που θα ελέγχει τις μάζες.
Στα τελευταία τμήματα του άρθρου του, ο Kaczynski στοχαζόταν την επανάσταση κατά της βιομηχανοποίησης, η οποία πίστευε ότι θα επιφέρει ανθρώπινη ελευθερία. Υποδείκνυε μάλιστα τρόπους με τους οποίους θα μπορούσε η επανάσταση να επιτευχθεί, όπως με τον παραμερισμό της «πολιτικής αλαζονείας», την καταπολέμηση της προπαγάνδας και της χειραγώγησης, την αποσύνδεση από τους αριστεριστές και την δημιουργία μιας ελεύθερης αγοράς η οποία θα προσάρμοζε την οικονομία σε ένα ενιαίο σύνολο.
Ως μορφή κριτικής στην τεχνολογική κοινωνία, το μανιφέστο του Kaczynski απηχούσε τις θέσεις των σύγχρονων κριτικών κατά της βιομηχανοποίησης, όπως μεταξύ άλλων του John Zerzan, του Herbert Marcuse, του Fredy Perlman, του Jacques Ellul, του Neil Postman, ενώ οι κοινωνιολογικές του θεωρίες σχετίζονταν με τις θεωρίες της «εκλογίκευσης» και της «εξιδανίκευσης» του Freud, καθώς και με αυτές που αποτυπώνονταν στο έργο του Freud «Πολιτισμός, πηγή δυστυχίας».
5. Η ανακάλυψη και η σύλληψη
Μπορεί η επιθυμία του Unabomber για δημοσίευση του έργου του να εκπληρώθηκε, ήταν ωστόσο η αρχή της πορείας για την σύλληψή του. Ήδη πριν την δημοσίευση του μανιφέστου, ο αδελφός του Kaczynski David Kaczynski, οδηγήθηκε, μετά από παραίνεση της συζύγου του, σε βάσιμες υποψίες ότι ο αδελφός του ήταν ο Unabomber. Οι υποψίες του επιβεβαιώθηκαν αφού διάβασε το μανιφέστο του. Απέστειλε τότε στις εφημερίδες γράμματα του αδελφού του χρονολογημένα το 1970, στα οποία ο Kaczynski διατύπωνε την διαμαρτυρία του κατά του τεχνολογικού πολιτισμού με εκφράσεις παρόμοιες με αυτές του άρθρου του Unabomber.
Μετά από αντιπαραβολή και γραφολογική ανάλυση των επιστολών αυτών, ήταν σχεδόν βέβαιο ότι ο συγγραφέας των εγγράφων αυτών ήταν το ίδιο άτομο που συνέταξε το μανιφέστο. Μια συνδυαστική ανάλυση βασισμένη στα περιστατικά των βομβιστικών επιθέσεων και της ζωής του Kaczynski, ήταν η βάση για να διενεργηθεί έρευνα. Ο αδελφός του Kaczynski προσπάθησε να παραμείνει ανώνυμος από την αρχή της έρευνα, αλλά τελικά η ταυτότητά του αποκαλύφθηκε οπότε συνέδραμε περαιτέρω την έρευνα του FBI με αποδεικτικά στοιχεία και γράμματα του αδελφού του στους φακέλους των οποίων αναγράφονταν και οι ημερομηνίες, ώστε να καθορισθούν τα χρονικά σημεία επέλευσης των ενεργειών του Kaczynski και να συσχετισθούν με τον χρόνο δράση του Unabomber.
O Kaczynski συνελήφθη τελικά τον Απρίλιο του 1996 στο σπίτι του στο Lincoln της Montana, όπου βρέθηκε τελείως παραμελημένος. Στο σπίτι του ανευρέθηκαν και τα συστατικά των βομβών, καθώς και 40.000,00 αποσπάσματα εφημερίδων με πειράματα σε αυτοσχέδιες βόμβες και περιγραφές των εγκλημάτων του Unabomber. Επίσης, εκεί βρέθηκε μια έτοιμη βόμβα προορισμένη να αποσταλεί σε επόμενο θύμα.
Μέχρι εκείνο το σημείο, ο Unabomber αποτέλεσε την πιο ακριβή έρευνα στην ιστορία του FBI, αφού παρέμεινε για 17 ολόκληρα χρόνια ασύλληπτος, ανενόχλητος στην εγκληματική του δράση κατά της πανεπιστημιακής κοινότητας των ΗΠΑ. O David Kaczynski που άλλοτε είχε θαυμάσει τον μεγάλο αδελφό του, έπαιξε ρόλο –κλειδί στην σύλληψή του, ενώ χάρισε τα περισσότερα χρήματα της αμοιβής που έλαβε από το FBI στις οικογένειες των θυμάτων του αδελφού του (ο Unabomber ήταν ήδη επικηρυγμένος για ένα εκατομμύριο δολάρια).
6. Η ποινική καταδίκη
Στο δικαστήριο, οι δικηγόροι του Kaczynski βάσισαν την υπερασπιστική τους γραμμή στην συνειδησιακή διατάραξη του Kaczysnki, κάτι το οποίο ο ίδιος αρνήθηκε. Το δικαστήριο διέταξε ιατρική πραγματογνωμοσύνη, δυνάμει της οποίας ο Kaczynski διαγνώσθηκε ότι έπασχε από παρανοϊκή σχιζοφρένεια, ήταν ωστόσο ικανός να παρακολουθήσει την δίκη. Ο Kaczynski τελικά καταδικάστηκε για παράνομη μεταφορά, αποστολή και χρήση εκρηκτικών υλικών 10 φορές, καθώς και για την ανθρωποκτονία τριών ατόμων. Αρχικά, η κυβερνητική ομάδα δίωξης υπέδειξε την επιβολή της ποινής του θανάτου στον Kaczynski μετά από πρόταση του Γενικού Εισαγγελέα των Ηνωμένων Πολιτειών Janet Reno. Τότε, ο δικηγόρος του David Kaczynski, ζήτησε τον αντιπρόσωπο του FBI να κάνει αίτηση χάριτος, προκειμένου να αποφύγει ο «Ted» την θανατική ποινή, καθώς ο David δεν μπορούσε να διανοηθεί ότι ο ίδιος «έστελνε» τον αδελφό του στον θάνατο. Τελικά, ο Kaczynski απέφυγε την θανατική ποινή ομολογώντας την ενοχή του σε όλες τις κατηγορίες που του αποδόθηκαν. Ο Kaczynski εκτίει σήμερα την ποινή της ισόβιας κάθειρξης που του επιβλήθηκε. Μέσα στη φυλακή επιδίδεται σε πλούσια συγγραφική δραστηριότητα. Μάλιστα το 2010 μια συλλογή των συγγραμμάτων του μαζί με μια βελτιωμένη έκδοση του μανιφέστο του, δημοσιεύθηκαν με τον τίτλο “Τεχνολογική Υποδούλωση”. Όταν ρωτήθηκε αν φοβάται την φυλακή, απάντησε χαρακτηριστικά: «Το μόνο που με στενοχωρεί είναι το ενδεχόμενο να προσαρμοσθώ σε αυτό το περιβάλλον και να επαναπαυτώ σε αυτό, χωρίς να μπορώ να αντιδρώ πια. Φοβάμαι ότι με την πάροδο του χρόνου, θα σβήνονται οι αναμνήσεις μου από τα βουνά και τα δέντρα και θα χάσω την επαφή μου με την φύση. Αλλά δεν φοβάμαι ότι θα απολέσω το πνεύμα μου…».