Το πλήθος των νεωτερικών κοινωνιών χαρακτηρίζεται από ρευστότητα' αυτό είναι το κύριο χαρακτηριστικό του. Ένα εύπλαστο υλικό που παίρνει κάθε φορά το επιθυμητό σχήμα εντός προκατασκευασμένων καλουπιών. Οι Ε.Δ.Π δεν διαχειρίζονται μόνον τις υπαρκτές αναγκες μας, αλλά κυρίως τη φαντασία μας' “...αυτή την τεράστια απολυτρωτική δύναμη του ανθρώπου. Τα κατεστημένα έχουν ένα θανάσιμο εχθρό: τη φαντασία. Γι αυτό σε υποβάλλουν σε φαντασιεκτομή” (Γ. Γεωργαλάς). Τα προϊόντα μαζικής κουλτούρας βγάζουν στη επιφάνεια τα απωθημένα, τις ανικανοποίητες επιθυμίες, την αβάσταχτη ελαφρότητα του τίποτα του “μέσου ανθρώπου”. Γι αυτό το λόγο και οι διαφημίσεις, τα τηλεοπτικά σήριαλ, τα “πρωινάδικα”, οι κινηματογραφικές ταινίες στην πλειοψηφία τους κλπ είναι κατασκευασμένα λες και απευθύνονται σε καθυστερημένους - και πραγματικά απευθύνονται σε καθυστερημένους, δηλαδή σε ανθρώπους που έχουν υποστεί φαντασιεκτομή.
Τίποτα λοιπόν δεν πρέπει να στέκεται “πάνω”, “πέρα” ή “αλλιώς” από το διαχειρήσιμο πλήθος. Σημεία αναφοράς του, “ο καλύτερος εαυτός” του, είναι οι άνθρωποι του μαζικού θεάματος, “τα αντίγραφα επί αντιγράφων”, (μοντέλες, τηλεπερσόνες, ποδοσφαιριστές, ηθοποιοί, κοσμικοί, αρσενικές και θηλυκές πόρνες πολυτελείας, τεχνοκράτες της πλάκας - αυτοί άλλωστε εκλέγονται και στο κοινοβούλιο όταν αποφασίσουν να ...προσφέρουν στα κοινά) κι αν πρόκειται για ...διανοούμενους, τότε αυτοί πρέπει να έχουν το προφίλ του ...Μίμη Ανδρουλάκη, του οποίου τα βιβλία έσπασαν ρεκόρ πωλήσεων- ποιος κακεντρεχής είπε πως το πλήθος δε διαβάζει; Ο ήρωας, ο ασκητής, ο εθελούσια μοναχικός δημιουργός πρέπει να υπάρχουν ενίοτε και να αναφέρονται από τα “μέσα”, αλλά πάντα ως αξιοπερίεργα όντα, όχι ως οδοδείκτες μιας άλλης συμπεριφοράς, ποτέ ως σηματοδότες του “αλλιώς της ύπαρξης”. Όσοι μπορούν να γίνουν σημεία αναφοράς για μια άλλη θεώρηση ζωής πρέπει και αυτοί – ιδίως αυτοί - να αυτοαναιρεθούν, να γίνουν “ένα” με την απρόσωπη μάζα, τις ανάγκες της, τη χρησιμοθηρία της, τις φαντασιώσεις της, την “ανάγκη να διασκεδάσουμε” ή να παραμυθιαστούμε. Έτσι ο Ινδός γκουρού σε τηλεοπτική διαφήμιση παρέχει ...πρακτικές συμβουλές στα ανθρωπάκια που ζητούν γρήγορες και φτηνές υπηρεσίες (σε παλαιότερη διαφήμιση της εταιρείας χρησιμοποιήθηκαν οι Επαναστάτες μας).
Ο Ήρωας, ως ανθρώπινος τύπος, είναι ο υπ' αριθμόν ένα κίνδυνος σε μια εφήμερη, αντιηρωική κοινωνία, συνεπώς τα “μέσα μαζικού θεάματος”για να τον απομυθοποιήσουν, θα τον παράξουν σύμφωνα με το διαχειρήσιμο φαντασιακό της μάζας, ως “υπερ-ήρωα των μαζών” (χαρακτηριστικά παραδείγματα οι “ήρωες” της marvel comics και ο...πράκτωρ 007, αντικείμενο πόθου για τις γυναίκες και φαντασιακό “υπερ-εγώ” για τους άντρες), αλλά και όταν η “κοινωνία του θεάματος” παράγει εξαιρέσεις, όπως η ταινία “300” (μια ενδιαφέρουσα εξαίρεση με τις όποιες “αμερικανιές” της ταινίας ή του κόμικ), πρέπει και αυτή η εξαίρεση να συμπληρωθεί από την παρωδία της, τον ευτελισμό, “την κωμική πλευρά” της, τη μέθοδο ώστε τα όποια σοβαρά μηνύματα να αφυδατωθούν, να καταστούν εν τέλει ακίνδυνα' έτσι οι “300”...συμπληρώθηκαν από την παρωδία “Σπαρτιάτες για κλάμματα”, όπως πριν χρόνια προβλήθηκε η ταινία “οι ήρωες με τα κολάν”, μια ελεεινή παρωδία, μια ύβρις ενός από τους ευγενέστερους ευρωπαϊκούς θρύλους (του Ρομπέν των Δασών).
Κατά την ταπεινή μου γνώμη, η παρομοίωση του πλήθους με “αγέλη”, δεν είναι ιδιαίτερα επιτυχής' η αγέλη των άγριων ζώων, φυτοφάγων και σαρκοβόρων, χαρακτηρίζεται από πηγαία δύναμη και ομορφιά, από ανεξαρτησία, από όλα τα υπέροχα ζωτικά ένστικτα των αγρίων υπάρξεων. Η αγέλη προστατεύει τα μικρά της, διότι η επιβίωση του είδους είναι το πρώτο μέλημα, έχει διακριτούς ρόλους για τα μέλη της, η αλληλεγγύη μεταξύ των μελών της είναι δεδομένη και η ιεραρχία επιστέγασμα αυτής της αλληλεγγύης.
Όχι, το πλήθος δεν συμπεριφέρεται ως αγέλη άγριων ζώων, αλλά ως κοπάδι οικόσιτων ζώων, σταβλισμένων ή ελευθέρας βοσκής. Ένα κοπάδι μηρυκαστικών για την ακρίβεια - αιώνια μηρυκάζει τις “αλήθειες”, που εκ των προτέρων του σερβίρονται. Γι αυτό οι “έξυπνες” και ευνουχισμένες αστικές “ελίτ” προτιμούν την εξαπάτηση, την πανουργία από τη βία. Η πανουργία είναι πιο αποτελεσματική και “ταιριάζει γάντι” σε μια σε μια ψοφοδεή “ελίτ”, που ενδιαφέρεται μόνον “να είναι στα πράγματα” και να τα διαχειρίζεται, χωρίς καν να έχει
εμπιστοσύνη στον εαυτό της, χωρίς να πιστεύει στην όποια αποστολή της και κάνει ό,τι μπορεί για να αποφύγει την σύγκρουση.
Το πρώτο σου στοίχημα, σύντροφε αναγνώστη, είναι να μην είσαι μέρος του απρόσωπου πλήθους, αλλά ένα πρόσωπο μέσα στο πλήθος και ανάλογα να λειτουργείς ως οδοδείκτης μιας άλλης αισθητικής και πολιτικής συμπεριφοράς. Να μην συμπεριφέρεσαι ούτε ως εξατομικευμένη μονάδα, ούτε ως νούμερο στατιστικής.
Να μη βαδίζεις στη λεωφόρο (“Μη τας λεωφόρους βαδίζειν”, Πυθαγόρας), αλλά να ανακαλύπτεις το “άλλο” μονοπάτι, την ατραπό. Η φαντασία σου να λειτουργεί απελευθερωτικά και εναλλακτικά, να ιεραρχείς και να διαχειρίζεσαι ο ίδιος τις ανάγκες σου - και η πλήρωση των όποιων αναγκών να μη γίνεται με ιδιοσυγκρασία δούλου, αλλά με ιδιοσυγκρασία ελεύθερου.
Τι σημαίνει ιδιοσυγκρασία ελεύθερου, τι σημαίνει “κάνω βούληση δική μου την ανάγκη”; Πολλές και διαφορετικές απαντήσεις, ανάλογα με την πρόκληση που κάθε φορά αντιμετωπίζεις και δεν είναι αποστολή μου να “σε διαφωτίσω”. Θα σου αναφέρω όμως μία από τις απαντήσεις - διηγήσεις του μεγάλου μας Καζαντζάκη από την “Αναφορά στον Γκρέκο” κι αν θέλεις να καταλάβεις, θα καταλάβεις.
“Ένας βοσκός από τ' ανώγεια, άγριο πετροχώρι στην πλαγιά του Ψηλορείτη, άκουγε τους χωρικούς να του διηγούνται σημεία και τέρατα για το Μεγάλο Κάστρο. Στην πολιτεία αυτή, λέει, βρίσκεις όλα τ' αγαθά του κόσμου: κουκιά με τη σέσουλα, παστό μπακαλιάρο τσουβάλια, βαρέλια τις σαρδέλλες και τις καπνιστές ρέγγες' κι ακόμα μαγαζιά τίγκα στιβάνια, κι άλλα που πουλούν τουφέκια όσα θές, σουγιάδες, μαχαίρια και μπαρούτη' κι άλλα που κάθε πρωί ξεφουρνίζουν, φουρνιές φουρνιές, άσπρο ψωμί, φραντζόλα. Κι έχει, λέει, ακόμα, σαν βραδιάσει, γυναίκες που δεν σε σκοτώνουν, σαν τις Κρητικοπούλες, αν τις αγγίξεις, κι είναι το κρέας τους άσπρο και νόστιμο σαν τη φραντζόλα.
Όλα ετούτα τα θάματα τ' άκουγε ο βοσκός, τα σάλια του έτρεχαν, και το Μεγάλο Κάστρο έλαμπε στη φαντασιά του σαν κρητικός παράδεισος, γεμάτος μπακαλιάρο, τουφέκια και γυναίκες. Άκουγε, άκουγε κι ένα μεσημέρι πια δε βάσταξε, έζωσε σφιχτά το φαρδύ ζωνάρι του, ανακρέμασε στην πλάτη του την πιο καλή, την ξομπλιαστή του βούργια, φούχτωσε το βοσκοράβδι του και ροβόλησε από τον Ψηλορείτη.
Σε λίγες ώρες αντίκρισε το Μεγάλο Κάστρο' ήταν ακόμα μέρα, κι η καστρόπορτα ήταν ανοιχτή. Ο βοσκός στάθηκε στο κατώφλι' μια δρασελιά και θα ´μπαινε στον παράδεισο. Μα ξαφνικά η ψυχή του τινάχτηκε' σαν να' νιωσε η ψυχή αυτή πως η πεθυμιά την είχε καβαλήσει, πως δεν έκανε ό,τι ήθελε, δεν ήταν λεύτερη' ντράπηκε.
Ζάρωσε ο Κρητικός τα φρύδια, τον πήρε το φιλότιμο. “Θέλω μπαίνω, θέλω δεν μπαίνω”, είπε' “δεν μπαίνω”! Γύρισε τη ράχη του στο Κάστρο και πήρε το δρόμο πίσω κατά το βουνό”.
Και όπως είπα και πριν, σύντροφε αναγνώστη, αν θέλεις να καταλάβεις, θα καταλάβεις.
περιοδικό "Μηδέν Τελεία", τεύχος δεύτερο