«Το κτήνος αρπάζει το μαστίγιο από τον αφέντη του
και αυτομαστιγώνεται για να γίνει και το ίδιο αφεντικό»
Φραντς Κάφκα, Ημερολόγιο
«Το πώς αντιλαμβανόμαστε τον κόσμο δεν έχει να κάνει μόνο με τις πεποιθήσεις μας, αλλά και με τις συνήθειες που κληρονομούμε από το κοινωνικό περίγυρό μας, τις όποιες σπουδές μας, τα βιβλία που έχουμε διαβάσει, τους ανθρώπους που συναντήσαμε στη ζωή μας. Μπορεί λοιπόν να βαστάμε μέσα μας ακλόνητο ένα σύνολο ιδεών, που ενδέχεται να είναι εντελώς ανορθολογικές εφόσον σπάνια τις θέτουμε σε ανοικτή συζήτηση. […] Τέτοια είναι η περίπτωση της ωφελιμιστικής αντίληψης της εργασίας. Κατ’ αυτήν, η εργασία είναι κάτι σαν μια αγγαρεία άρρηκτα συνυφασμένη με τη φύση μας: “Μια καθημερινή δραστηριότητα, στην οποία είναι καταδικασμένοι οι άντρες και οι γυναίκες προκειμένου να ικανοποιούν τις ανάγκες τους”. Σύμφωνα με αυτή την αντίληψη, μοναδικός τελικός σκοπός της εργασίας είναι η ικανοποίηση των καταναλωτικών αναγκών. […] Όμως αυτό δεν είναι αλήθεια! Η εργασία δεν είναι κάτι σαν μια επιδημία γρίππης. Δεν είμαστε φύσει αναγκασμένοι να εργαζόμαστε. Εργαζόμαστε επειδή είμαστε άνθρωποι. Ο Ζαν-Πιέρ Βουαγιέ το έχει πει θαυμάσια: “Οι άνθρωποι, για να ζήσουν, και μάλιστα να ζήσουν σαν άνθρωποι κι όχι σαν ζώα, πρέπει να είναι ικανοί να χρησιμοποιούν τις ζωώδεις ανάγκες τους − την ικανοποίηση της ανάγκης τους για φαγητό, ποτό, στέγη, ένδυση − ως μέσα με σκοπό την επικοινωνία, ως υλικό επικοινωνίας. Αυτήν ακριβώς την ικανότητα στερούνται οι σκλάβοι όλων των εποχών, είτε είναι μισθωτοί είτε όχι ”. […]
Τελικός σκοπός της εργασίας δεν είναι η παραγωγή, η παραγωγικότητα και τα τοιαύτα. Είναι να μας δίνει ένα ισχυρό πρόσχημα για να μαζευόμαστε και να σχεδιάζουμε πράγματα γύρω από τον πάγκο εργασίας, κουβεντιάζοντας, τρώγοντας τα τυριά και τα σαλαμάκια μας, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας, συζητώντας σοβαρά και φλυαρώντας, με τις διαφωνίες και τις συμφωνίες μας, με τους τσακωμούς και τα φιλιώματά μας. Το πιο συναρπαστικό πράγμα στη δουλειά είναι − ποιος δεν το ξέρει; − οι ανθρώπινες επαφές. Κι αυτό ακριβώς το συναρπαστικότερο κομμάτι της εργασίας βαστούν ζηλότυπα για τον εαυτό τους τα αφεντικά, με τη μορφή των αλλεπάλληλων “γευμάτων εργασίας”, των άφθονων “διασκέψεων”, των συνεχόμενων “συμβουλίων” και των ατέλειωτων “επαγγελματικών ή υπηρεσιακών ταξιδιών” τους, περιορίζοντας εμάς τους υπόλοιπους να δουλεύουμε σκυμμένοι στο πίσω μέρος του μαγαζιού, μέσα στη σιωπή των ανθρώπων και το σαματά των μηχανών. […]
Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε, ότι η εργασία είναι, άμεσα, προϊόν μιας κοινωνικής σχέσης μεταξύ όλων των ανθρώπων, ένα αποτέλεσμα της ανθρώπινης κουλτούρας, του ανθρώπινου πολιτισμού. Αν η εργασία είναι αλλοτριωμένη και αποξενωτική, αυτό σημαίνει πως η ίδια η κοινωνική σχέση είναι αλλοτριωμένη και αποξενωτική. Γι’ αυτό και μόνον ένας αλλοτριωμένος πολιτισμός παράγει κάτι τόσο άσχημο όσο η μισθωτή εργασία.
Επομένως, τη δυνατότητα να ασκήσουμε ριζική κριτική στη μισθωτή συνθήκη, πρέπει να την αναζητούμε στις δυσλειτουργίες των κοινωνικών μας σχέσεων. Αλλά αυτό το ζήτημα, της ποιότητας των κοινωνικών σχέσεων, δεν τίθεται με όρους ιστορικού γίγνεσθαι! Δεν είναι θέμα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οικονομικής μεγέθυνσης, εκσυγχρονισμού της παραγωγής και τα παρόμοια. Το ζήτημα της ποιότητας των κοινωνικών σχέσεων τίθεται με όρους αμεσότητας: δεν υπάρχει απολύτως τίποτα, που να δικαιολογεί το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μετατρέπει το συνάνθρωπό του σε εμπόρευμα και σ’ ένα μέσον για να κερδοσκοπεί ή να αποταμιεύει για πάρτη του. Αυτό είναι το σκάνδαλο και καμμιά μισθολογική αύξηση δεν μπορεί να μας λυτρώσει από αυτό. […]
Τα χρόνια της “πλήρους απασχόλησης” πέρασαν ανεπιστρεπτί∙ και μαζί με αυτά, κι οι ψευδαισθήσεις τους. […] Η οικονομία, κατασκευάζοντας εκατομμύρια αποκλεισμένους, εμφανίζεται ορατά πλέον ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανθρωπιά μας. Παρολαυτά, αυτή η κρίση αποτελεί και μια εκπληκτική ευκαιρία. Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μέσα στο φόβο, ή ν’ αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους∙ εκατομμύρια μηχανήματα αφέθηκαν να σκουριάζουν∙ εκατομμύρια στρέμματα γης εγκαταλείφθηκαν. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η λογική απάντηση είναι να συναχθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, να πάρουν στα χέρια τους τον παρατημένο πλούτο και να πιάσουν να εργάζονται κάνοντας την ικανοποίηση των αναγκών τους πρόσχημα για να επικοινωνούν, δηλαδή για να είναι άνθρωποι! […]»
Τελικός σκοπός της εργασίας δεν είναι η παραγωγή, η παραγωγικότητα και τα τοιαύτα. Είναι να μας δίνει ένα ισχυρό πρόσχημα για να μαζευόμαστε και να σχεδιάζουμε πράγματα γύρω από τον πάγκο εργασίας, κουβεντιάζοντας, τρώγοντας τα τυριά και τα σαλαμάκια μας, τσουγκρίζοντας τα ποτήρια μας, συζητώντας σοβαρά και φλυαρώντας, με τις διαφωνίες και τις συμφωνίες μας, με τους τσακωμούς και τα φιλιώματά μας. Το πιο συναρπαστικό πράγμα στη δουλειά είναι − ποιος δεν το ξέρει; − οι ανθρώπινες επαφές. Κι αυτό ακριβώς το συναρπαστικότερο κομμάτι της εργασίας βαστούν ζηλότυπα για τον εαυτό τους τα αφεντικά, με τη μορφή των αλλεπάλληλων “γευμάτων εργασίας”, των άφθονων “διασκέψεων”, των συνεχόμενων “συμβουλίων” και των ατέλειωτων “επαγγελματικών ή υπηρεσιακών ταξιδιών” τους, περιορίζοντας εμάς τους υπόλοιπους να δουλεύουμε σκυμμένοι στο πίσω μέρος του μαγαζιού, μέσα στη σιωπή των ανθρώπων και το σαματά των μηχανών. […]
Πρέπει λοιπόν να συνειδητοποιήσουμε, ότι η εργασία είναι, άμεσα, προϊόν μιας κοινωνικής σχέσης μεταξύ όλων των ανθρώπων, ένα αποτέλεσμα της ανθρώπινης κουλτούρας, του ανθρώπινου πολιτισμού. Αν η εργασία είναι αλλοτριωμένη και αποξενωτική, αυτό σημαίνει πως η ίδια η κοινωνική σχέση είναι αλλοτριωμένη και αποξενωτική. Γι’ αυτό και μόνον ένας αλλοτριωμένος πολιτισμός παράγει κάτι τόσο άσχημο όσο η μισθωτή εργασία.
Επομένως, τη δυνατότητα να ασκήσουμε ριζική κριτική στη μισθωτή συνθήκη, πρέπει να την αναζητούμε στις δυσλειτουργίες των κοινωνικών μας σχέσεων. Αλλά αυτό το ζήτημα, της ποιότητας των κοινωνικών σχέσεων, δεν τίθεται με όρους ιστορικού γίγνεσθαι! Δεν είναι θέμα ανάπτυξης των παραγωγικών δυνάμεων, οικονομικής μεγέθυνσης, εκσυγχρονισμού της παραγωγής και τα παρόμοια. Το ζήτημα της ποιότητας των κοινωνικών σχέσεων τίθεται με όρους αμεσότητας: δεν υπάρχει απολύτως τίποτα, που να δικαιολογεί το γεγονός ότι ένας άνθρωπος μετατρέπει το συνάνθρωπό του σε εμπόρευμα και σ’ ένα μέσον για να κερδοσκοπεί ή να αποταμιεύει για πάρτη του. Αυτό είναι το σκάνδαλο και καμμιά μισθολογική αύξηση δεν μπορεί να μας λυτρώσει από αυτό. […]
Τα χρόνια της “πλήρους απασχόλησης” πέρασαν ανεπιστρεπτί∙ και μαζί με αυτά, κι οι ψευδαισθήσεις τους. […] Η οικονομία, κατασκευάζοντας εκατομμύρια αποκλεισμένους, εμφανίζεται ορατά πλέον ως το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανθρωπιά μας. Παρολαυτά, αυτή η κρίση αποτελεί και μια εκπληκτική ευκαιρία. Είμαστε καταδικασμένοι να ζήσουμε μέσα στο φόβο, ή ν’ αλλάξουμε τον τρόπο που βλέπουμε τα πράγματα. Εκατομμύρια άνθρωποι έχουν εγκαταλειφθεί στην τύχη τους∙ εκατομμύρια μηχανήματα αφέθηκαν να σκουριάζουν∙ εκατομμύρια στρέμματα γης εγκαταλείφθηκαν. Απέναντι σε αυτή την κατάσταση, η λογική απάντηση είναι να συναχθούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι, να πάρουν στα χέρια τους τον παρατημένο πλούτο και να πιάσουν να εργάζονται κάνοντας την ικανοποίηση των αναγκών τους πρόσχημα για να επικοινωνούν, δηλαδή για να είναι άνθρωποι! […]»
πηγή: Danger Few