Λένε πως κάθε έρωτας έχει τους δικούς του Άγιους Τόπους και στη δική μου τουλάχιστον περίπτωση, αυτό βγήκε πέρα για πέρα αληθινό. Ήταν επτά εβδόμου του επτά, ημέρα εβδόμη –Σάββατο- όταν άφησα πίσω μου έναν αξιοπρεπή γάμο, μια τριόροφη μαιζονέτα σε μια μεσοαστικά αναπτυσσόμενη περιοχή της Θεσσαλονίκης, μια πολλά υποσχόμενη πανεπιστημιακή καριέρα, που τότε ήταν έτοιμη να ξεκινήσει, τους πόθους, τους κόπους και τις επενδύσεις σχεδόν είκοσι χρόνων και κίνησα να συναντήσω μια γυναίκα που δεν είχα δει ποτέ πρωτύτερα. Με είκοσι ευρώπουλα στην τσέπη και κλεμμένη βενζίνη, πέντε μέρες άγρυπνος, ωστόσο ξυρισμένος, έφτασα νύχτα σε μια παραλία της Εύβοιας για να συναντήσω κάποια άγνωστη, της οποίας το ψευδώνυμο στο διαδίκτυο σήμαινε «Κόρη του Φεγγαριού» σε κάποια ξωτικίστικη διάλεκτο.
Απ’ όλα τα ταξίδια πού ‘χω κάνει, τούτο ήταν τ’ ομορφότερο. Σαν τον Τρελό της Αρκάνας πήδηξα στο κενό γελώντας ανέμελα, κινδυνεύοντας να σκάσω κάτω σαν καρπούζι, ή να μάθω ότι μπορώ να πετάω, πράγμα ακόμα σκληρότερο μιας και θα ‘πρεπε προηγουμένως να αιωρηθώ με το κεφάλι προς τα κάτω και ν' αντέξω να δω τη ζωή μου ανάποδα, η αδιανόητη μοίρα του Κρεμασμένου. Αυτά που άφησα πίσω μου δεν μου ανήκαν ποτέ• η πτήση, η πτώση, το ταξίδι κι η αναπόφευκτη σύγκρουση ήταν όμως ολότελα δικά μου. Θα είχε ίσως ενδιαφέρον το τι έγινε πριν, ή το τι έγινε μετά, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία και θα ειπωθεί κάποια άλλη φορά...
Δεκαπεντάυγουστος πλέον του '08 κι ο δολοφόνος όπως λένε ξαναγυρνά στον τόπο του εγκλήματος ή ο προσκυνητής εκεί που ετάχθη. Ξεκίνησα απευθείας απ’ τη δουλειά, προσδοκώντας ένα άνετο και σύντομο ταξίδι, αφού τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να κλέψω τη βενζίνη. Όμως ο Δρόμος είχε άλλα σχέδια για την πάρτη μου. Είχα φτάσει στο ψηλότερο σημείο της κακοτράχαλης, γεμάτης στροφές οδού κι ήμουν έτοιμος να κατηφορίσω προς τη Γλύφα, απ’ όπου θα έπαιρνα την περαταριά και η θέα που ανοιγόταν εμπρός μου θα ήταν μάλλον όμορφη, εάν δεν συμπεριλάμβανε το κατά τ’ άλλα συμπαθητικό πλοιάριο-παντόφλα, να έχει ήδη αναχωρήσει, μισή ώρα νωρίτερα από το κανονικό. Είχε λέει πολύ κόσμο κι είχε γεμίσει νωρίς. Το επόμενο θα έφευγε σε τρεις ώρες κι εγώ έμεινα καθηλωμένος να βράζω στο ζουμί μου, σε μια κωμόπολη μικροαστικής παραθέρισης, στην οποία δεν είχα ξαναπατήσει κι όμως σαν να την είχα δει χίλιες φορές στο παρελθόν. Στην απέναντι πλευρά, όταν επιτέλους φτάσαμε στην Εύβοια, τα πράγματα δεν ήταν και πάλι ρόδινα.
Ένα τεράστιο καραβάνι ξεκίνησε με βήμα σημειωτόν από τον Αγιόκαμπο, για να καταλήξει αναπότρεπτα μέσα στους στενούς δρόμους της Αιδηψού την ώρα ακριβώς που είχε φτάσει εκεί μια περαταριά ακόμη. Μπλέχτηκα σ’ ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα, που αν κι εκπαιδευμένος σε τεχνικές... αστικού πολέμου, αποδείχτηκα απροετοίμαστος γι’ αυτό. Πού στενό για να διαβείς και πού σοκάκι να περάσεις και για αρκετή ώρα είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι κάπου μέσα σε τούτο το λαβύρινθο θα έπεφτα φάτσα κάρτα με τον Μινώταυρο, να βγαίνει από τα ιαματικά λουτρά, ζωσμένος με την πετσέτα του καταμεσής. Σπάνια έχω αγανακτήσει τόσο πολύ στη ζωή μου, μα τον Πλούτωνα, όμως με κάποιον τρόπο κατάφερα τελικά ν’ απελευθερωθώ και ν’ αφήσω πίσω μου την πόλη-Κυκεώνα, πριν με καταπιεί ολοσχερώς. Να κάνει κι η Παναγιά κανένα θαύμα μέρα που ‘ναι, τσάμπα έκανα τόσο δρόμο; Βρέθηκα να οδηγώ, ενώ η νύχτα ήταν πια αρκετά προχωρημένη, στις σκοτεινές φιδογυριστές δημοσιές του νησιού, με τον εκνευρισμό μου να έχει ξεπεράσει τα όρια του κρανίου μου, ν’ αναβλύζει απ’ τ’ αυτιά μου και ν’ αναδίδεται από τ’ ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου, με κίνδυνο να με σταματήσει η δασοπυρόσβεση και να με μουλιάσει με τις μάνικες.
Η αυγουστιάτικη πανσέληνος με καλούσε επιτακτικά κι έπρεπε να φτάσω πριν από την έκλειψη. Δεν θα είχα άλλη φορά την ευκαιρία να δω το εντυπωσιακότερο φεγγάρι του έτους να χορεύει με τη σκιά της Γης. Άξαφνα σκέφτηκα πως ένα προσκύνημα δεν θα μπορούσε και δεν θα ‘πρεπε να έχει εύκολη πορεία, ότι η δοκιμασία είναι μέρος του τελετουργικού κι ότι ο χρόνος ήταν πάντοτε στο πλευρό μου κι αυτή η σκέψη κάπως με ηρέμησε. «Θα είμ’ εκεί πριν από τα μεσάνυχτα» έκανα πεισματάρικα, ενώ οι τροχοί μου στριγκλίζοντας, φλέρταραν οριακά με τους υπέροχους και θανάσιμους βραχώδεις γκρεμούς, πάνω απ’ την ασημοφώτιστη θάλασσα που στραφτάλιζε...
Τελικά έφτασα μια ώρα πριν τα μεσάνυχτα. Εκείνη με περίμενε αγχωμένη, μ’ ένα χαμόγελο που ξέπλενε τις αμαρτίες και ξεπλήρωνε όλα τα δεινά. Ένα γρήγορο ντους, λίγο φαγητό στο πόδι κι ήμασταν πλέον έτοιμοι να κατεβούμε στην παραλία, λίγο πριν αρχίσει η ουράνια τελετή. Η Παρθένος Αρχιέρεια γέμιζε τον ανατολικό ουρανό, κρύβοντας σχεδόν κάθε αστέρι πίσω απ’ το λευκό αραχνοΰφαντο πέπλο της. Επάνω σε μια ψάθα απλώσαμε τη Μεγάλη και τη Μικρή Αρκάνα, για να συλλάβουν οι κάρτες την ενέργεια της στιγμής και να φορτιστούν ισχυρά. Κάθε τελετουργία έχει το νόημα και τη φόρτιση που της δίνεις εσύ, ή σωστότερα το συναίσθημα που τη συνοδεύει. Κάθε τρόπος θέασης της πραγματικότητας είναι εξίσου έγκυρος με οποιονδήποτε άλλον, αφού το σύμπαν είναι παρανοϊκό και η πραγματικότητα τόσο πραγματική, όσο εσύ τολμάς να πιστεύεις. Η αρχετυπική απήχηση της Αρκάνας στο εσώτερο Είναι μας, διευκολύνει οπωσδήποτε τη μετάβαση. Μαγεία είναι η Τέχνη της αλλαγής, μόνο που αυτή συμβαίνει πρώτα εσωτερικά, στην ψυχή και στο πνεύμα, και κατόπιν αντανακλά στον φαινόμενο κόσμο.
Σύντομα μια δαγκωματιά φάνηκε πάνω στο σώμα της πανσέληνου, που είχε ξαφνικά βαφτεί άλικο, σάμπως να είχε έρθει το Ράγκναροκ κι ο τερατώδης λύκος Φένριρ να είχε αρχίσει το έσχατο γεύμα του• ήταν όμως απλά η Κόκκινη Γυναίκα που είχε αρχίσει τον χορό των επτά πέπλων μπροστά στα μάτια των εκστατικών της πιστών. Άρχισε να τ’ αφαιρεί, ένα προς ένα, αργά, κατανυκτικά κι ερεθιστικά και κάθε πέπλο που ‘πεφτε άφηνε αστερίσιες ουρές να φανούν και δειλά να στράψουν. Σύντομα το φως της χάθηκε και τότε ένα όργιο από αστέρια φανερώθηκε, με μια σπάνια καθαρότητα, τουλάχιστον για εμάς που ζούμε στις άγρυπνες πόλεις της φωτορύπανσης. Τούτο τ' ακρογιάλι, είναι γνωστό για τον έναστρο ουρανό του, όταν φυσικά το επιτρέπει η επιβλητική Αρχιέρεια, που απόψε είχε μεταμορφωθεί σε λάγνα Σαλώμη, σαν Ιερόδουλος της Ίσιδας, σε οργιαστική τελετή, σε κάποιο ναό της Βύβλου ή της Σιδώνας. Οι μυστικιστές λένε πως η αλήθεια κρύβεται πίσω απ’ το πέπλο της Αρχιέρειας κι ότι ο Μύστης οφείλει να κοιτάξει πίσω και πέρα απ’ αυτό. Έτσι κι έγινε, μπροστά στ’ άναυδα μάτια μας, όταν η Μεγάλη Μητέρα σε μια κίνηση επιτηδευμένης σεμνότητας, αποσύρθηκε από τη σκηνή, τραβώντας το παραπέτασμα του αστραφτερού της πέπλου κι επιτρέποντάς μας να δούμε για λίγο πέρα απ’ αυτό. Χωρίς να το σκεφτώ, έπιασα την κάρτα του Άστρου και τη σήκωσα προς τον ουρανό. Την ίδια στιγμή ένα από τ’ αστέρια του οργιαστικού στερεώματος, βούτηξε προς τα κάτω, σε μια αξιοσημείωτη όσο και μαγευτική σύμπτωση, που κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι θα έλεγαν σημάδι κι οι πιο αχαλίνωτοι συμπαθητική μαγεία.
Σύντομα ο χορός αντιστράφηκε κι η Σελήνη που ξανάπλωσε το πέπλο της, έκρυψε και πάλι τα πάντα γύρω της, σ’ ένα θριαμβευτικό φινάλε της ονειρικής της παράστασης. «Μπορεί να χωρέσει ο ουρανός σ’ ένα μπουκάλι;» είπε εκείνη, μάλλον συλλογιζόμενη φωναχτά. Την ίδια στιγμή, είδα κάτι να γυαλίζει μέσα στο νερό. «Το αστέρι που έπεσε» είπα γελώντας, ενώ γδυνόμουν για να βουτήξω. «Τρελάθηκες μου φαίνεται!» μου αντιγύρισε αυτή. «Μια τέτοια νύχτα όλοι οφείλουν να τρελαθούν λιγάκι» της φώναξα ενώ έπεφτα με παφλασμό στην ατάραχη θάλασσα. Έφτασα γρήγορα στο αντικείμενο που γυάλιζε, που προς μεγάλη μου απογοήτευση δεν ήταν παρά ένα πλαστικό μπουκάλι από νερό. Το έβγαλα και κάθισα τουρτουρίζοντας, τυλιγμένος με μια πετσέτα. Τότε παρατηρήσαμε ότι επάνω στο μπουκάλι έγραφε κάτι, με ανεξίτηλο μαρκαδόρο: «Στ’ ουρανού τις θάλασσες εγώ θα ταξιδεύω» . «Κοίτα κι αυτό», μου είπε εκείνη, δείχνοντας κάποια μισοσβησμένα τυπωμένα γράμματα: «Ημερομηνία εμφιάλωσης, 07.07.07». Ίσως να μην μπορείς λοιπόν να κλείσεις τον ουρανό σ’ ένα μπουκάλι, μπορείς όμως να χωρέσεις ένα αστέρι...
Μπορεί να είχε σημασία να σας πω ότι αυτή η ιστορία είναι πέρα ως πέρα αληθινή, ίσως όμως απλά να σας ποτίζω μύθους. Έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος δεν είναι παρά μια αφήγηση και Μάγος είναι αυτός που ξέρει πώς να προβάλει τις δικές του παραισθήσεις, πάνω στα όνειρα των άλλων...
Απ’ όλα τα ταξίδια πού ‘χω κάνει, τούτο ήταν τ’ ομορφότερο. Σαν τον Τρελό της Αρκάνας πήδηξα στο κενό γελώντας ανέμελα, κινδυνεύοντας να σκάσω κάτω σαν καρπούζι, ή να μάθω ότι μπορώ να πετάω, πράγμα ακόμα σκληρότερο μιας και θα ‘πρεπε προηγουμένως να αιωρηθώ με το κεφάλι προς τα κάτω και ν' αντέξω να δω τη ζωή μου ανάποδα, η αδιανόητη μοίρα του Κρεμασμένου. Αυτά που άφησα πίσω μου δεν μου ανήκαν ποτέ• η πτήση, η πτώση, το ταξίδι κι η αναπόφευκτη σύγκρουση ήταν όμως ολότελα δικά μου. Θα είχε ίσως ενδιαφέρον το τι έγινε πριν, ή το τι έγινε μετά, όμως αυτό είναι μια άλλη ιστορία και θα ειπωθεί κάποια άλλη φορά...
Δεκαπεντάυγουστος πλέον του '08 κι ο δολοφόνος όπως λένε ξαναγυρνά στον τόπο του εγκλήματος ή ο προσκυνητής εκεί που ετάχθη. Ξεκίνησα απευθείας απ’ τη δουλειά, προσδοκώντας ένα άνετο και σύντομο ταξίδι, αφού τουλάχιστον αυτή τη φορά δεν χρειάστηκε να κλέψω τη βενζίνη. Όμως ο Δρόμος είχε άλλα σχέδια για την πάρτη μου. Είχα φτάσει στο ψηλότερο σημείο της κακοτράχαλης, γεμάτης στροφές οδού κι ήμουν έτοιμος να κατηφορίσω προς τη Γλύφα, απ’ όπου θα έπαιρνα την περαταριά και η θέα που ανοιγόταν εμπρός μου θα ήταν μάλλον όμορφη, εάν δεν συμπεριλάμβανε το κατά τ’ άλλα συμπαθητικό πλοιάριο-παντόφλα, να έχει ήδη αναχωρήσει, μισή ώρα νωρίτερα από το κανονικό. Είχε λέει πολύ κόσμο κι είχε γεμίσει νωρίς. Το επόμενο θα έφευγε σε τρεις ώρες κι εγώ έμεινα καθηλωμένος να βράζω στο ζουμί μου, σε μια κωμόπολη μικροαστικής παραθέρισης, στην οποία δεν είχα ξαναπατήσει κι όμως σαν να την είχα δει χίλιες φορές στο παρελθόν. Στην απέναντι πλευρά, όταν επιτέλους φτάσαμε στην Εύβοια, τα πράγματα δεν ήταν και πάλι ρόδινα.
Ένα τεράστιο καραβάνι ξεκίνησε με βήμα σημειωτόν από τον Αγιόκαμπο, για να καταλήξει αναπότρεπτα μέσα στους στενούς δρόμους της Αιδηψού την ώρα ακριβώς που είχε φτάσει εκεί μια περαταριά ακόμη. Μπλέχτηκα σ’ ένα απίστευτο μποτιλιάρισμα, που αν κι εκπαιδευμένος σε τεχνικές... αστικού πολέμου, αποδείχτηκα απροετοίμαστος γι’ αυτό. Πού στενό για να διαβείς και πού σοκάκι να περάσεις και για αρκετή ώρα είχα αρχίσει να φοβάμαι ότι κάπου μέσα σε τούτο το λαβύρινθο θα έπεφτα φάτσα κάρτα με τον Μινώταυρο, να βγαίνει από τα ιαματικά λουτρά, ζωσμένος με την πετσέτα του καταμεσής. Σπάνια έχω αγανακτήσει τόσο πολύ στη ζωή μου, μα τον Πλούτωνα, όμως με κάποιον τρόπο κατάφερα τελικά ν’ απελευθερωθώ και ν’ αφήσω πίσω μου την πόλη-Κυκεώνα, πριν με καταπιεί ολοσχερώς. Να κάνει κι η Παναγιά κανένα θαύμα μέρα που ‘ναι, τσάμπα έκανα τόσο δρόμο; Βρέθηκα να οδηγώ, ενώ η νύχτα ήταν πια αρκετά προχωρημένη, στις σκοτεινές φιδογυριστές δημοσιές του νησιού, με τον εκνευρισμό μου να έχει ξεπεράσει τα όρια του κρανίου μου, ν’ αναβλύζει απ’ τ’ αυτιά μου και ν’ αναδίδεται από τ’ ανοιχτά παράθυρα του αυτοκινήτου, με κίνδυνο να με σταματήσει η δασοπυρόσβεση και να με μουλιάσει με τις μάνικες.
Η αυγουστιάτικη πανσέληνος με καλούσε επιτακτικά κι έπρεπε να φτάσω πριν από την έκλειψη. Δεν θα είχα άλλη φορά την ευκαιρία να δω το εντυπωσιακότερο φεγγάρι του έτους να χορεύει με τη σκιά της Γης. Άξαφνα σκέφτηκα πως ένα προσκύνημα δεν θα μπορούσε και δεν θα ‘πρεπε να έχει εύκολη πορεία, ότι η δοκιμασία είναι μέρος του τελετουργικού κι ότι ο χρόνος ήταν πάντοτε στο πλευρό μου κι αυτή η σκέψη κάπως με ηρέμησε. «Θα είμ’ εκεί πριν από τα μεσάνυχτα» έκανα πεισματάρικα, ενώ οι τροχοί μου στριγκλίζοντας, φλέρταραν οριακά με τους υπέροχους και θανάσιμους βραχώδεις γκρεμούς, πάνω απ’ την ασημοφώτιστη θάλασσα που στραφτάλιζε...
Τελικά έφτασα μια ώρα πριν τα μεσάνυχτα. Εκείνη με περίμενε αγχωμένη, μ’ ένα χαμόγελο που ξέπλενε τις αμαρτίες και ξεπλήρωνε όλα τα δεινά. Ένα γρήγορο ντους, λίγο φαγητό στο πόδι κι ήμασταν πλέον έτοιμοι να κατεβούμε στην παραλία, λίγο πριν αρχίσει η ουράνια τελετή. Η Παρθένος Αρχιέρεια γέμιζε τον ανατολικό ουρανό, κρύβοντας σχεδόν κάθε αστέρι πίσω απ’ το λευκό αραχνοΰφαντο πέπλο της. Επάνω σε μια ψάθα απλώσαμε τη Μεγάλη και τη Μικρή Αρκάνα, για να συλλάβουν οι κάρτες την ενέργεια της στιγμής και να φορτιστούν ισχυρά. Κάθε τελετουργία έχει το νόημα και τη φόρτιση που της δίνεις εσύ, ή σωστότερα το συναίσθημα που τη συνοδεύει. Κάθε τρόπος θέασης της πραγματικότητας είναι εξίσου έγκυρος με οποιονδήποτε άλλον, αφού το σύμπαν είναι παρανοϊκό και η πραγματικότητα τόσο πραγματική, όσο εσύ τολμάς να πιστεύεις. Η αρχετυπική απήχηση της Αρκάνας στο εσώτερο Είναι μας, διευκολύνει οπωσδήποτε τη μετάβαση. Μαγεία είναι η Τέχνη της αλλαγής, μόνο που αυτή συμβαίνει πρώτα εσωτερικά, στην ψυχή και στο πνεύμα, και κατόπιν αντανακλά στον φαινόμενο κόσμο.
Σύντομα μια δαγκωματιά φάνηκε πάνω στο σώμα της πανσέληνου, που είχε ξαφνικά βαφτεί άλικο, σάμπως να είχε έρθει το Ράγκναροκ κι ο τερατώδης λύκος Φένριρ να είχε αρχίσει το έσχατο γεύμα του• ήταν όμως απλά η Κόκκινη Γυναίκα που είχε αρχίσει τον χορό των επτά πέπλων μπροστά στα μάτια των εκστατικών της πιστών. Άρχισε να τ’ αφαιρεί, ένα προς ένα, αργά, κατανυκτικά κι ερεθιστικά και κάθε πέπλο που ‘πεφτε άφηνε αστερίσιες ουρές να φανούν και δειλά να στράψουν. Σύντομα το φως της χάθηκε και τότε ένα όργιο από αστέρια φανερώθηκε, με μια σπάνια καθαρότητα, τουλάχιστον για εμάς που ζούμε στις άγρυπνες πόλεις της φωτορύπανσης. Τούτο τ' ακρογιάλι, είναι γνωστό για τον έναστρο ουρανό του, όταν φυσικά το επιτρέπει η επιβλητική Αρχιέρεια, που απόψε είχε μεταμορφωθεί σε λάγνα Σαλώμη, σαν Ιερόδουλος της Ίσιδας, σε οργιαστική τελετή, σε κάποιο ναό της Βύβλου ή της Σιδώνας. Οι μυστικιστές λένε πως η αλήθεια κρύβεται πίσω απ’ το πέπλο της Αρχιέρειας κι ότι ο Μύστης οφείλει να κοιτάξει πίσω και πέρα απ’ αυτό. Έτσι κι έγινε, μπροστά στ’ άναυδα μάτια μας, όταν η Μεγάλη Μητέρα σε μια κίνηση επιτηδευμένης σεμνότητας, αποσύρθηκε από τη σκηνή, τραβώντας το παραπέτασμα του αστραφτερού της πέπλου κι επιτρέποντάς μας να δούμε για λίγο πέρα απ’ αυτό. Χωρίς να το σκεφτώ, έπιασα την κάρτα του Άστρου και τη σήκωσα προς τον ουρανό. Την ίδια στιγμή ένα από τ’ αστέρια του οργιαστικού στερεώματος, βούτηξε προς τα κάτω, σε μια αξιοσημείωτη όσο και μαγευτική σύμπτωση, που κάποιοι αλαφροΐσκιωτοι θα έλεγαν σημάδι κι οι πιο αχαλίνωτοι συμπαθητική μαγεία.
Σύντομα ο χορός αντιστράφηκε κι η Σελήνη που ξανάπλωσε το πέπλο της, έκρυψε και πάλι τα πάντα γύρω της, σ’ ένα θριαμβευτικό φινάλε της ονειρικής της παράστασης. «Μπορεί να χωρέσει ο ουρανός σ’ ένα μπουκάλι;» είπε εκείνη, μάλλον συλλογιζόμενη φωναχτά. Την ίδια στιγμή, είδα κάτι να γυαλίζει μέσα στο νερό. «Το αστέρι που έπεσε» είπα γελώντας, ενώ γδυνόμουν για να βουτήξω. «Τρελάθηκες μου φαίνεται!» μου αντιγύρισε αυτή. «Μια τέτοια νύχτα όλοι οφείλουν να τρελαθούν λιγάκι» της φώναξα ενώ έπεφτα με παφλασμό στην ατάραχη θάλασσα. Έφτασα γρήγορα στο αντικείμενο που γυάλιζε, που προς μεγάλη μου απογοήτευση δεν ήταν παρά ένα πλαστικό μπουκάλι από νερό. Το έβγαλα και κάθισα τουρτουρίζοντας, τυλιγμένος με μια πετσέτα. Τότε παρατηρήσαμε ότι επάνω στο μπουκάλι έγραφε κάτι, με ανεξίτηλο μαρκαδόρο: «Στ’ ουρανού τις θάλασσες εγώ θα ταξιδεύω» . «Κοίτα κι αυτό», μου είπε εκείνη, δείχνοντας κάποια μισοσβησμένα τυπωμένα γράμματα: «Ημερομηνία εμφιάλωσης, 07.07.07». Ίσως να μην μπορείς λοιπόν να κλείσεις τον ουρανό σ’ ένα μπουκάλι, μπορείς όμως να χωρέσεις ένα αστέρι...
Μπορεί να είχε σημασία να σας πω ότι αυτή η ιστορία είναι πέρα ως πέρα αληθινή, ίσως όμως απλά να σας ποτίζω μύθους. Έτσι κι αλλιώς, ο κόσμος δεν είναι παρά μια αφήγηση και Μάγος είναι αυτός που ξέρει πώς να προβάλει τις δικές του παραισθήσεις, πάνω στα όνειρα των άλλων...
πηγή: Otto Great Chaos
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου