Γ. Ακρογιάλια
Δεν είναι πολύ μεγάλη η έκταση του νησιού που είναι "αξιοποιημένη", δηλαδή οικισμένη και με πρόσβαση σε δημοσιές, αν και τα τελευταία χρόνια όλο και περισσότερες εξοχικές κατοικίες - μάλλον για μεσαία και άνω βαλάντια - έχουν κάνει την εμφάνισή τους πάνω σε γκρεμούς και μπαΐρια, βράχους και λοφοπλαγιές, με κυριότερο προνόμιο το πλέριο αγνάντι του πελάου.
Είχα ένα όνειρο από παλιά βλέπετε, να τελειώσω τις μέρες μου - σε βαθιά αν είναι δυνατόν γεράματα - σ' ένα σπίτι πάνω σ' ένα βράχο, να βιγλίζω το αστέρευτο γαλάζιο, να δω τον Χάροντα με τη φελούκα του και το μακρύ κουπί του, να 'ρχεται από μακριά και να μου γνέφει να ετοιμαστώ για το μεγάλο ταξίδι, την ώρα που σπαράσσεται το φως μου. Όμως κατόπιν έμαθα πως τούτο το ακροτελεύτιο όραμα το 'χουν πολλοί ενστερνιστεί, πιότερο υπεράριθμοι απ' όσους θα 'πρεπε, για να το πει κανένας προσωπικό του μύχιο πόθο. Μάλλον με υποβολιμαία οπτασία καταναλωτικού παράδεισου μου 'μοιαξε, μ' εμφυτευμένες αναμνήσεις δυστοπικού οράματος του Φίλιπ Ντικ σε ολική επαναφορά, και με ξενέρωσε ανεπανόρθωτα. Τώρα λοιπόν το κοινότοπο αν και πάντοτε γοητευτικό όνειρο, το είδα στην πράξη να πουλιέται με το τετραγωνικό. Ας είναι, θα συγκρατήσω το απύλωτο πληκτρολόγιό μου και δεν θα ηθικολογήσω. Χαλάλι τους, να τα χαίρονται...
Έτσι και παρά ταύτα, οι προσβάσιμες, με τα δικά μας μέσα τουλάχιστον, παραλίες του νησιού είναι τρεις, οι εξής τέσσερις:
Ο Άη Γιώργης και η Μεγάλη Άμμος, δυο παραλίες που στέκουν δίπλα δίπλα στα νοτιοδυτικά του νησιού και συχνά συγχέονται ακόμα κι απ' τους ντόπιους. Έλαχε και πήγαμε ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, γινόταν πανζουρλισμός και λαοθάλασσα στη θάλασσα. Η πρώτη μας φάνηκε στενάχωρη και πνιγηρή, όσο για τη δεύτερη, εκεί έχουν ιδρύσει έναν άτυπο αυθαίρετο οικισμό από τροχόσπιτα, κοτσάρησαν και μια ελληνική σημαία - έτσι για να βρίσκεται - και ποιος είδε τον Ελληναρά και δε σκιάχτηκε. Δεν βρήκαμε λοιπόν χώρο ν' αράξουμε, αφού φέτος τα καθημαγμένα μας κορμιά δεν σήκωναν τίποτα λιγότερο από ξαπλώστρα, δεν βρήκαμε και το γενικότερο ύφος του γούστου μας κι έτσι κάναμε μεταβολή και φύγαμε γι' άλλα. Ίσως να τις αδίκησε η μέρα και η ώρα που πήγαμε, δεν ξέρω τι να υποθέσω...
Ύστερα, η πιο γνωστή και ας πούμε κοσμική ακρογιαλιά, προς τη βόρεια πλευρά, είναι οι Αλυκές, στην οποία αναφέρθηκα και νωρίτερα. Πρασινογάλαζα καθάρια και θαλπερά ήρεμα νερά, χρυσαφιά αμμουδιά και τρία διαφορετικά beach bar στημένα το 'να δίπλα στ' άλλο. Υπό τους ήχους της Κουγιουμπίλας κι άλλων αλίπαστων (ρέγκε, λακέρδαι και τα τοιαύτα), με τα οποία εμείς οι παρωχημένοι έχουμε μάθει να συνοδεύουμε την χαλάρωση και την ελευθεριότητα των διακοπών μας, μαζί με δροσιστικούς ήχους από λάτιν (φάτην) έθνικ προσανατολισμού (θα με βγάλουν εθνίκι με τέτοια που γράφω, να μου το θυμηθείτε), ανοίξαμε τα βιβλία μας, ρουφήξαμε τους φραπέδες και τις γρανίτες μας - κρυμμένοι απ' το υψηλόφρον και περιγελαστικό αλλά ευτυχώς μυωπικό βλέμμα της θείας Αρβελέρ - κι αφεθήκαμε στους φανταστικούς μας σκιερούς και δροσάτους κόσμους. Η ψευδαίσθηση θα μπορούσε να μας είχε μεταφέρει κάπου στην Καραϊβική, αφού το ακρογιάλι αλλά και το μπαρ στην μια του άκρη, δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν· όμως ο κακός δαίμονας κάθε φευγαλέας τέρψης παραμόνευε για να μας προσγειώσει ανώμαλα. Η περιλάλητη ελληνική οικογένεια είχε στήσει το λημέρι της ακριβώς εμπρός μας.
Το κινητό χτυπάει αλυχτώντας Ρέμο, Πλούταρχο ή κάτι άλλο, δεν γνωρίζω ακριβώς τις ράτσες των κυνοειδών. "Έλα ρε, καλά, εδώ στην Αμμουλιανή είμαστε. Τι; Α, γάμησέ τα ρε μαλάκα, εδώ οχτώ στους δέκα διαβάζουν, δεν πάμε καλά λέμε". Σήκωσα τα μάτια απ' το βιβλίο για ν' αντικρίσω πάνω απ' τα πρεσβυωπικά μου γυαλιά μια κακομούτσουνη αρκούδα με χοντρή χρυσή αλυσίδα περασμένη στο λαιμό, σαν κατοικίδιο ζάμπλουτου κατσίβελου αρκουδιάρη ("εγκώ έχω γείτονα γιατρό. Εσύ έχεις γείτονα γύφτο"). Ήταν τόση η απέχθεια με την οποία εκστομίστηκε η παραπάνω φράση, που μ' έκανε να κοιτάξω γύρω μου με περιέργεια. Δεν είχε σημασία πως από τούτους τους οκτώ που διάβαζαν, εκ των δέκα, οι μισοί (μην πω οι μισές και με βγάλετε και μισογύνη από πάνω) ανέγνωσκαν Μαντά και Χρυσηίδα· έφτανε και μόνο που κρατούσανε βιβλίο, για ν' αγανακτήσει ο απευθείας απόγονος του Πλάτωνα. Άρχισα να τους περιεργάζομαι...
Η Ελληνίδα μάνα δεν έλεγε να ησυχάσει, καθώς τα παιδιά - ένα αγόρι γύρω στα δέκα κι ένα λίγο μικρότερο κορίτσι - προσπαθούσαν να κολυμπήσουν. "Αντρέα, θα πνιγούν, σου λέω θα πνιγούν. Να ορίστε, κάνουν και βουτιές. Κωστάκηηηη! Τι σου έχω πει; Αντρέα, κάνε κάτι επιτέλους!!"
"Ωχ γαμώ την καταδίκη μου ρε πούστη, δεν μπορεί να ησυχάσει άνθρωπος μαζί σας", έκανε ο μπαμπάς αρκούδος γρυλίζοντας ενοχλημένα, ενώ μάταια προσπαθούσε να δει τα παιδιά, κοιτώντας πάνω απ' τη θολωτή του κοιλάθρα. "Βγείτε έξω ρε, σας βαρέθηκα, μ' εσάς θ' ασχολούμαι όλη μέρα;" έκανε απειλητικά. Τα παιδιά κάμνανε πως δεν άκουγαν, λαχταρώντας λιγάκι να πλατσουρίσουν ανέμελα, ενώ έδειχναν να μην έχουν κανένα πρόβλημα με το νερό, ούτε ποσώς να κινδυνεύουν, απεναντίας ο Κωστάκης μάθαινε βουτιές στην αδελφούλα του. Η μάνα όμως ακάθεκτη, πετούσε τη μια κρίση υστερίας πίσω απ' την άλλη, απανωτά. Στο τέλος ο πολλά βαρύς εδέησε να σηκωθεί και κινήθηκε απειλητικά προς τη θάλασσα. Έβγαλε τα παιδιά άρον άρον από μέσα και ξανάπεσε με χάρη θαλάσσιου ελέφαντα στην έρμη την ξαπλώστρα, που στόμα να 'χε να μιλήσει...
Η μάνα ανέλαβε τον αγαπημένο της ρόλο, εκείνον του δημόσιου κατήγορου. "Κωστάκη τι πράγματα είν' αυτά που κάνεις; Θέλεις να την πνίξεις την αδελφούλα σου, δεν ντρέπεσαι καθόλου;" "Μα", απάντησε απορημένος ο μικρός, "δεν είναι ωραία που της μαθαίνω να κολυμπάει;" "Άντε ρε χαμένο κορμί", πετάχτηκε ο στοργικός πατέρας, "μην μας κάνεις τον έξυπνο εδώ πέρα, μην σου χώσω καμιά ανάποδη και δεις τον ουρανό σφοντύλι", του έτριξε τα δόντια. Τα παιδιά κάθισαν απελπισμένα σε μια ξαπλώστρα, η μάνα το ίδιο, όμως ευχαριστημένη που 'χε κάνει το δικό της, ο πατέρας βυθίστηκε στην πολυπόθητη νιρβάνα του κι - επιτέλους - σταμάτησαν να μιλούν.
"Είναι σκληρό για ένα παιδί, να είναι εξυπνότερο απ' τους γονείς του", σκέφτηκα, "ωστόσο αρκετά ενθαρρυντικό από την άλλη". "Έννοια σου και μέχρι να μεγαλώσει θα έχουν καταφέρει να το κόψουν στο μπόι τους ή θα το 'χουν καταστρέψει προσπαθώντας", μου απάντησε πικρόχολα ο κυνικός μου εαυτός. Ανέβασα τα ματογυάλια στη μύτη μου και μ' ένοχη απόλαυση συνέχισα την οχληρή μου ανάγνωση...
Τελευταία μα όχι έσχατα, καθώς το 'λεγαν παλιά, στέκουν τα Καραγάτσια, που πέφτουν κατά το Νότο. Είναι μια μικρή παραλία, πνιγμένη ολόγυρα στο πράσινο. Αποτελεί φυσικό καταφύγιο γλάρων κι έτσι εδώ αρμόζει μια κάπως πιο ήπια τουριστική προσέγγιση. Το μισό περίπου της παραλίας είχε δωρεάν ξαπλώστρες, όμως στο άλλο μισό υπήρχε αρκετός χώρος για να στήσει όποιος θέλει την ομπρέλα και την πετσέτα του. Διέθετε και μια καντίνα, η οποία δεν έπαιζε απολύτως καμμία μουσική, δόξα τω Πανάγαθω Χάος. Υπήρχε και μια εγκαταλειμμένη προβλήτα, που είχε γίνει βατήρας για υποψήφιους βουτηχτάδες των Ολυμπιακών Καταδύσεων, μεταξύ των οποίων κι ορισμένοι... βετεράνοι της άγαρμπης τούμπας όπως η αφεντιά μου.
Η θάλασσα σμαραγδένια κι ήσυχη σαν εξωτική πισίνα. Εδώ δεν ένιωσα ενοχές που κρατούσα βιβλίο κι επιτέλους μπορούσα να το απολαύσω απερίσπαστος. Εντρυφούσα σε Ιστορίες Τρελών κι άξαφνα συνειδητοποίησα ότι είμαι στα Καραγάτσια και διαβάζω τον Καραγάτση, να γράφει για κάποιο καραγάτσι! Η ιλαρά σύμπτωσις μ' έκανε να μεριάσω το ανάγνωσμα και να κοιτάξω καλύτερα τριγύρω...
Απάνω απ' τα κεφάλια μας δέσποζε ένας αετίσιος γκρεμός με λίγη επίπεδη γη στην κορυφή. Σκαρφαλωμένες σαν αγριοκάτσικα, νιόχτισες ή ακόμα στα γιαπιά, ένα σμάρι παραθεριστικές βιλίτσες, απ' εκείνες που λέγαμε και πρωτύτερα, το εμφύτευμα πόθου του Φίλιπ Ντικ. Όμως για να βρεθεί κάποιος στην ακρογιαλιά - κι ακόμα χειρότερα, για ν' ανέβει ξανά στο σπίτι - έπρεπε να σκαρφαλώσει ένα Σίσυφο από σκάλες, λες κι ήτανε το Παλαμήδι τ' Αναπλιού. Κοιτούσα τρεις ταλαίπωρους που μέσα στο κάμα και στην αντηλιά ανηφόριζαν προς το μαρτύριο, κουβαλώντας ομπρέλες και καθίστρες για σταυρό τους κι αναρωτιόμουν πόσο κουτός μπορεί να είναι κάποιος πλούσιος - ίσως μαζοχιστής; - να πληρώνει για να υποβάλλεται καθημερινώς σε αναπαράσταση του Ιησού από τη Ναζαρέτ; Μόνο οι Ρωμαίοι έλειπαν απ' το πλάνο. Μετά σκέφτηκα ότι εάν ήμουν εγώ ο ιδιοκτήτης, θα 'μουν πολύ γέρος για να κατεβαίνω στην παραλία και θ' αποζητούσα μόνο του γλαυκού το αγνάντεμα. Θα είχα όμως με χαρά επιφυλάξει τη δοκιμασία της Κίριθ Ούνγκολ για τους ενοχλητικούς μακρινούς συγγενείς που ξάφνου σε θυμούνται μόλις βγει βρώμα στην πιάτσα πως απέκτησες εξοχικό...
Τις σαρδόνιες σκέψεις, διέκοψε από πίσω μου μια κοριτσίστικη φωνή που γάζωνε σαν πολυβόλο. "Τιθαπειεχωφάει και δενηρθακομηώρα;" έκανε απνευστί μια επτάχρονη, αδύνατη σαν ακριδούλα, με ύφος ακτιβίστριας κατά του απαρτχάιντ και ταχύτητα που θα ζήλευε και ο JFK. " Όλομισηώρα και μισηώρα, βαρεθηκανακουωπιά, εγωθαμπώ ΤΩΡΑ", κεραυνοβόλησε τον εμβρόντητο πατέρα που δεν είχε προλάβει στο μεταξύ λέξη να πει, ούτε κι ανάσα να πάρει. Με τα πολλά μοιράσαν τη διαφορά, φυσικά υπέρ της, και το γλωσσούδικο μικρό όρμηξε για την πολυπόθητη βουτιά.
Δεν είχε πει φυσικά την τελευταία της λέξη. Αργότερα το απόγευμα, την ώρα που στέγνωναν πια για να φύγουν, εκείνη έπιασε το παιχνίδι των ερωτήσεων.
- Γιατί μπαμπά βρήκαμε μια κουράδα στον νερό;
- Μη μιλάς έτσι, της έκανε μαλακά εκείνος.
- Ε πως να το πω, κουράδα δεν ήταν;
- Καλά τέλος πάντων, είπε εκείνος συγκαταβατικά, αφού δεν βρήκε καλύτερη ονομασία για τη μοσχάτη επιπλέουσα σπονδή στον Ποσειδώνα.
- Από πού ήρθε η κουράδα μπαμπά; Έκανε η μικρή γλυκά γλυκά, τονίζοντας την επίμαχη λέξη
- Ε, μάλλον από κείνα τα γιοτ που είδαμε λίγο πιο πέρα, αποκρίθηκε ο υπομονετικός και γλυκύτατος ομολογουμένως πατέρας, που για πρώτη φορά παρασύρθηκε σε μια υποψία πολιτικού σχολίου, περί λεφτάδων και κότερων.
- Άκουσες μπαμπά τι είπε εκείνος ο κύριος; Ποιος ΜΑΛΑΚΑΣ ρίχνει κουράδες στην θάλασσα!!
- Σσσσ, μη μιλάς έτσι, τώρα είναι σαν να το είπες εσύ, έκανε πάλι ο καθώς πρέπει πατέρας, μ' ένα μικροαστικό τόνο συγκρατημένου αποτροπιασμού.
-Όχι μπαμπά, δεν το είπα εγώ, εκείνος ο κύριος το είπε, του έκανε η μικρή τσαχπίνικα, με ύφος πονηρό...
Τελικά είναι παρήγορο, να βλέπεις παιδιά εξυπνότερα απ' τους γονείς τους. Ίσως υπάρχει ελπίδα ακόμη...
Είχα ένα όνειρο από παλιά βλέπετε, να τελειώσω τις μέρες μου - σε βαθιά αν είναι δυνατόν γεράματα - σ' ένα σπίτι πάνω σ' ένα βράχο, να βιγλίζω το αστέρευτο γαλάζιο, να δω τον Χάροντα με τη φελούκα του και το μακρύ κουπί του, να 'ρχεται από μακριά και να μου γνέφει να ετοιμαστώ για το μεγάλο ταξίδι, την ώρα που σπαράσσεται το φως μου. Όμως κατόπιν έμαθα πως τούτο το ακροτελεύτιο όραμα το 'χουν πολλοί ενστερνιστεί, πιότερο υπεράριθμοι απ' όσους θα 'πρεπε, για να το πει κανένας προσωπικό του μύχιο πόθο. Μάλλον με υποβολιμαία οπτασία καταναλωτικού παράδεισου μου 'μοιαξε, μ' εμφυτευμένες αναμνήσεις δυστοπικού οράματος του Φίλιπ Ντικ σε ολική επαναφορά, και με ξενέρωσε ανεπανόρθωτα. Τώρα λοιπόν το κοινότοπο αν και πάντοτε γοητευτικό όνειρο, το είδα στην πράξη να πουλιέται με το τετραγωνικό. Ας είναι, θα συγκρατήσω το απύλωτο πληκτρολόγιό μου και δεν θα ηθικολογήσω. Χαλάλι τους, να τα χαίρονται...
Έτσι και παρά ταύτα, οι προσβάσιμες, με τα δικά μας μέσα τουλάχιστον, παραλίες του νησιού είναι τρεις, οι εξής τέσσερις:
Ο Άη Γιώργης και η Μεγάλη Άμμος, δυο παραλίες που στέκουν δίπλα δίπλα στα νοτιοδυτικά του νησιού και συχνά συγχέονται ακόμα κι απ' τους ντόπιους. Έλαχε και πήγαμε ανήμερα Δεκαπενταύγουστο, γινόταν πανζουρλισμός και λαοθάλασσα στη θάλασσα. Η πρώτη μας φάνηκε στενάχωρη και πνιγηρή, όσο για τη δεύτερη, εκεί έχουν ιδρύσει έναν άτυπο αυθαίρετο οικισμό από τροχόσπιτα, κοτσάρησαν και μια ελληνική σημαία - έτσι για να βρίσκεται - και ποιος είδε τον Ελληναρά και δε σκιάχτηκε. Δεν βρήκαμε λοιπόν χώρο ν' αράξουμε, αφού φέτος τα καθημαγμένα μας κορμιά δεν σήκωναν τίποτα λιγότερο από ξαπλώστρα, δεν βρήκαμε και το γενικότερο ύφος του γούστου μας κι έτσι κάναμε μεταβολή και φύγαμε γι' άλλα. Ίσως να τις αδίκησε η μέρα και η ώρα που πήγαμε, δεν ξέρω τι να υποθέσω...
Ύστερα, η πιο γνωστή και ας πούμε κοσμική ακρογιαλιά, προς τη βόρεια πλευρά, είναι οι Αλυκές, στην οποία αναφέρθηκα και νωρίτερα. Πρασινογάλαζα καθάρια και θαλπερά ήρεμα νερά, χρυσαφιά αμμουδιά και τρία διαφορετικά beach bar στημένα το 'να δίπλα στ' άλλο. Υπό τους ήχους της Κουγιουμπίλας κι άλλων αλίπαστων (ρέγκε, λακέρδαι και τα τοιαύτα), με τα οποία εμείς οι παρωχημένοι έχουμε μάθει να συνοδεύουμε την χαλάρωση και την ελευθεριότητα των διακοπών μας, μαζί με δροσιστικούς ήχους από λάτιν (φάτην) έθνικ προσανατολισμού (θα με βγάλουν εθνίκι με τέτοια που γράφω, να μου το θυμηθείτε), ανοίξαμε τα βιβλία μας, ρουφήξαμε τους φραπέδες και τις γρανίτες μας - κρυμμένοι απ' το υψηλόφρον και περιγελαστικό αλλά ευτυχώς μυωπικό βλέμμα της θείας Αρβελέρ - κι αφεθήκαμε στους φανταστικούς μας σκιερούς και δροσάτους κόσμους. Η ψευδαίσθηση θα μπορούσε να μας είχε μεταφέρει κάπου στην Καραϊβική, αφού το ακρογιάλι αλλά και το μπαρ στην μια του άκρη, δεν είχαν τίποτα να ζηλέψουν· όμως ο κακός δαίμονας κάθε φευγαλέας τέρψης παραμόνευε για να μας προσγειώσει ανώμαλα. Η περιλάλητη ελληνική οικογένεια είχε στήσει το λημέρι της ακριβώς εμπρός μας.
Το κινητό χτυπάει αλυχτώντας Ρέμο, Πλούταρχο ή κάτι άλλο, δεν γνωρίζω ακριβώς τις ράτσες των κυνοειδών. "Έλα ρε, καλά, εδώ στην Αμμουλιανή είμαστε. Τι; Α, γάμησέ τα ρε μαλάκα, εδώ οχτώ στους δέκα διαβάζουν, δεν πάμε καλά λέμε". Σήκωσα τα μάτια απ' το βιβλίο για ν' αντικρίσω πάνω απ' τα πρεσβυωπικά μου γυαλιά μια κακομούτσουνη αρκούδα με χοντρή χρυσή αλυσίδα περασμένη στο λαιμό, σαν κατοικίδιο ζάμπλουτου κατσίβελου αρκουδιάρη ("εγκώ έχω γείτονα γιατρό. Εσύ έχεις γείτονα γύφτο"). Ήταν τόση η απέχθεια με την οποία εκστομίστηκε η παραπάνω φράση, που μ' έκανε να κοιτάξω γύρω μου με περιέργεια. Δεν είχε σημασία πως από τούτους τους οκτώ που διάβαζαν, εκ των δέκα, οι μισοί (μην πω οι μισές και με βγάλετε και μισογύνη από πάνω) ανέγνωσκαν Μαντά και Χρυσηίδα· έφτανε και μόνο που κρατούσανε βιβλίο, για ν' αγανακτήσει ο απευθείας απόγονος του Πλάτωνα. Άρχισα να τους περιεργάζομαι...
Η Ελληνίδα μάνα δεν έλεγε να ησυχάσει, καθώς τα παιδιά - ένα αγόρι γύρω στα δέκα κι ένα λίγο μικρότερο κορίτσι - προσπαθούσαν να κολυμπήσουν. "Αντρέα, θα πνιγούν, σου λέω θα πνιγούν. Να ορίστε, κάνουν και βουτιές. Κωστάκηηηη! Τι σου έχω πει; Αντρέα, κάνε κάτι επιτέλους!!"
"Ωχ γαμώ την καταδίκη μου ρε πούστη, δεν μπορεί να ησυχάσει άνθρωπος μαζί σας", έκανε ο μπαμπάς αρκούδος γρυλίζοντας ενοχλημένα, ενώ μάταια προσπαθούσε να δει τα παιδιά, κοιτώντας πάνω απ' τη θολωτή του κοιλάθρα. "Βγείτε έξω ρε, σας βαρέθηκα, μ' εσάς θ' ασχολούμαι όλη μέρα;" έκανε απειλητικά. Τα παιδιά κάμνανε πως δεν άκουγαν, λαχταρώντας λιγάκι να πλατσουρίσουν ανέμελα, ενώ έδειχναν να μην έχουν κανένα πρόβλημα με το νερό, ούτε ποσώς να κινδυνεύουν, απεναντίας ο Κωστάκης μάθαινε βουτιές στην αδελφούλα του. Η μάνα όμως ακάθεκτη, πετούσε τη μια κρίση υστερίας πίσω απ' την άλλη, απανωτά. Στο τέλος ο πολλά βαρύς εδέησε να σηκωθεί και κινήθηκε απειλητικά προς τη θάλασσα. Έβγαλε τα παιδιά άρον άρον από μέσα και ξανάπεσε με χάρη θαλάσσιου ελέφαντα στην έρμη την ξαπλώστρα, που στόμα να 'χε να μιλήσει...
Η μάνα ανέλαβε τον αγαπημένο της ρόλο, εκείνον του δημόσιου κατήγορου. "Κωστάκη τι πράγματα είν' αυτά που κάνεις; Θέλεις να την πνίξεις την αδελφούλα σου, δεν ντρέπεσαι καθόλου;" "Μα", απάντησε απορημένος ο μικρός, "δεν είναι ωραία που της μαθαίνω να κολυμπάει;" "Άντε ρε χαμένο κορμί", πετάχτηκε ο στοργικός πατέρας, "μην μας κάνεις τον έξυπνο εδώ πέρα, μην σου χώσω καμιά ανάποδη και δεις τον ουρανό σφοντύλι", του έτριξε τα δόντια. Τα παιδιά κάθισαν απελπισμένα σε μια ξαπλώστρα, η μάνα το ίδιο, όμως ευχαριστημένη που 'χε κάνει το δικό της, ο πατέρας βυθίστηκε στην πολυπόθητη νιρβάνα του κι - επιτέλους - σταμάτησαν να μιλούν.
"Είναι σκληρό για ένα παιδί, να είναι εξυπνότερο απ' τους γονείς του", σκέφτηκα, "ωστόσο αρκετά ενθαρρυντικό από την άλλη". "Έννοια σου και μέχρι να μεγαλώσει θα έχουν καταφέρει να το κόψουν στο μπόι τους ή θα το 'χουν καταστρέψει προσπαθώντας", μου απάντησε πικρόχολα ο κυνικός μου εαυτός. Ανέβασα τα ματογυάλια στη μύτη μου και μ' ένοχη απόλαυση συνέχισα την οχληρή μου ανάγνωση...
Τελευταία μα όχι έσχατα, καθώς το 'λεγαν παλιά, στέκουν τα Καραγάτσια, που πέφτουν κατά το Νότο. Είναι μια μικρή παραλία, πνιγμένη ολόγυρα στο πράσινο. Αποτελεί φυσικό καταφύγιο γλάρων κι έτσι εδώ αρμόζει μια κάπως πιο ήπια τουριστική προσέγγιση. Το μισό περίπου της παραλίας είχε δωρεάν ξαπλώστρες, όμως στο άλλο μισό υπήρχε αρκετός χώρος για να στήσει όποιος θέλει την ομπρέλα και την πετσέτα του. Διέθετε και μια καντίνα, η οποία δεν έπαιζε απολύτως καμμία μουσική, δόξα τω Πανάγαθω Χάος. Υπήρχε και μια εγκαταλειμμένη προβλήτα, που είχε γίνει βατήρας για υποψήφιους βουτηχτάδες των Ολυμπιακών Καταδύσεων, μεταξύ των οποίων κι ορισμένοι... βετεράνοι της άγαρμπης τούμπας όπως η αφεντιά μου.
Η θάλασσα σμαραγδένια κι ήσυχη σαν εξωτική πισίνα. Εδώ δεν ένιωσα ενοχές που κρατούσα βιβλίο κι επιτέλους μπορούσα να το απολαύσω απερίσπαστος. Εντρυφούσα σε Ιστορίες Τρελών κι άξαφνα συνειδητοποίησα ότι είμαι στα Καραγάτσια και διαβάζω τον Καραγάτση, να γράφει για κάποιο καραγάτσι! Η ιλαρά σύμπτωσις μ' έκανε να μεριάσω το ανάγνωσμα και να κοιτάξω καλύτερα τριγύρω...
Απάνω απ' τα κεφάλια μας δέσποζε ένας αετίσιος γκρεμός με λίγη επίπεδη γη στην κορυφή. Σκαρφαλωμένες σαν αγριοκάτσικα, νιόχτισες ή ακόμα στα γιαπιά, ένα σμάρι παραθεριστικές βιλίτσες, απ' εκείνες που λέγαμε και πρωτύτερα, το εμφύτευμα πόθου του Φίλιπ Ντικ. Όμως για να βρεθεί κάποιος στην ακρογιαλιά - κι ακόμα χειρότερα, για ν' ανέβει ξανά στο σπίτι - έπρεπε να σκαρφαλώσει ένα Σίσυφο από σκάλες, λες κι ήτανε το Παλαμήδι τ' Αναπλιού. Κοιτούσα τρεις ταλαίπωρους που μέσα στο κάμα και στην αντηλιά ανηφόριζαν προς το μαρτύριο, κουβαλώντας ομπρέλες και καθίστρες για σταυρό τους κι αναρωτιόμουν πόσο κουτός μπορεί να είναι κάποιος πλούσιος - ίσως μαζοχιστής; - να πληρώνει για να υποβάλλεται καθημερινώς σε αναπαράσταση του Ιησού από τη Ναζαρέτ; Μόνο οι Ρωμαίοι έλειπαν απ' το πλάνο. Μετά σκέφτηκα ότι εάν ήμουν εγώ ο ιδιοκτήτης, θα 'μουν πολύ γέρος για να κατεβαίνω στην παραλία και θ' αποζητούσα μόνο του γλαυκού το αγνάντεμα. Θα είχα όμως με χαρά επιφυλάξει τη δοκιμασία της Κίριθ Ούνγκολ για τους ενοχλητικούς μακρινούς συγγενείς που ξάφνου σε θυμούνται μόλις βγει βρώμα στην πιάτσα πως απέκτησες εξοχικό...
Τις σαρδόνιες σκέψεις, διέκοψε από πίσω μου μια κοριτσίστικη φωνή που γάζωνε σαν πολυβόλο. "Τιθαπειεχωφάει και δενηρθακομηώρα;" έκανε απνευστί μια επτάχρονη, αδύνατη σαν ακριδούλα, με ύφος ακτιβίστριας κατά του απαρτχάιντ και ταχύτητα που θα ζήλευε και ο JFK. " Όλομισηώρα και μισηώρα, βαρεθηκανακουωπιά, εγωθαμπώ ΤΩΡΑ", κεραυνοβόλησε τον εμβρόντητο πατέρα που δεν είχε προλάβει στο μεταξύ λέξη να πει, ούτε κι ανάσα να πάρει. Με τα πολλά μοιράσαν τη διαφορά, φυσικά υπέρ της, και το γλωσσούδικο μικρό όρμηξε για την πολυπόθητη βουτιά.
Δεν είχε πει φυσικά την τελευταία της λέξη. Αργότερα το απόγευμα, την ώρα που στέγνωναν πια για να φύγουν, εκείνη έπιασε το παιχνίδι των ερωτήσεων.
- Γιατί μπαμπά βρήκαμε μια κουράδα στον νερό;
- Μη μιλάς έτσι, της έκανε μαλακά εκείνος.
- Ε πως να το πω, κουράδα δεν ήταν;
- Καλά τέλος πάντων, είπε εκείνος συγκαταβατικά, αφού δεν βρήκε καλύτερη ονομασία για τη μοσχάτη επιπλέουσα σπονδή στον Ποσειδώνα.
- Από πού ήρθε η κουράδα μπαμπά; Έκανε η μικρή γλυκά γλυκά, τονίζοντας την επίμαχη λέξη
- Ε, μάλλον από κείνα τα γιοτ που είδαμε λίγο πιο πέρα, αποκρίθηκε ο υπομονετικός και γλυκύτατος ομολογουμένως πατέρας, που για πρώτη φορά παρασύρθηκε σε μια υποψία πολιτικού σχολίου, περί λεφτάδων και κότερων.
- Άκουσες μπαμπά τι είπε εκείνος ο κύριος; Ποιος ΜΑΛΑΚΑΣ ρίχνει κουράδες στην θάλασσα!!
- Σσσσ, μη μιλάς έτσι, τώρα είναι σαν να το είπες εσύ, έκανε πάλι ο καθώς πρέπει πατέρας, μ' ένα μικροαστικό τόνο συγκρατημένου αποτροπιασμού.
-Όχι μπαμπά, δεν το είπα εγώ, εκείνος ο κύριος το είπε, του έκανε η μικρή τσαχπίνικα, με ύφος πονηρό...
Τελικά είναι παρήγορο, να βλέπεις παιδιά εξυπνότερα απ' τους γονείς τους. Ίσως υπάρχει ελπίδα ακόμη...
(συνεχίζεται...)
πηγή: Otto Great Chaos
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου