Έχω μια αγάπη δυνατότερη απ’ το θάνατο
Έχω ένα όνειρο δραπέτη απ’ τη μέγγενη του χρόνου
Μια αγάπη που ανασαίνει στο κενό απελπισιά,
χωρίς νερό, χωρίς τροφή, δίχως αγάπη
Μια προσευχή στην ερημιά,
που λαχταρά ν’ ακούσει την ηχώ της να επιστρέφει
Έχω ένα αστέρι μακρινό που τρεμοπαίζει,
στο εικονοστάσι των ματιών σου ένα καντήλι,
που ταπεινά φωτίζει την καρδιά της Λησμονιάς,
της γηραιότερης του σύμπαντος Αβύσσου
Έχω μια θλίψη που με κάνει ν’ αγαπάω τους ανθρώπους,
τις μικρές τους αμαρτίες, τις πικρές τους ενοχές,
των γυναικών το επιούσιο ψέμα,
πνοή δροσιάς στου απομεσήμερου το κάμα,
των σερνικών την φοβισμένη περηφάνια,
τ’ άγρυπνο βλέμμα των αγγέλων μες στο γέλιο των παιδιών,
τη θυμηδία στις ρυτίδες των γερόντων
Έχω έναν έρωτα καθώς στα παραμύθια,
μια φλόγα από λευκόπυρο ατσάλι,
μια ομορφιά που ανάβλυσε απ’ την πηγή των θρύλων
Εκεί νεράιδες λούζουνε τα ολόμαυρα μαλλιά τους
μπροστά στα μάτια τραγοπόδαρων σατύρων,
που με την ξέφρενη σαγήνη των φιλντισένιων τους αυλών,
τις προσκαλούν στον αχαλίνωτο χορό τους,
στου ίμερου τη στροβιλώδη αψηφισιά
Έχω μια αλήθεια που το χέρι μου οπλίζει με του ήλιου το σπαθί
και την καρδιά μου με του Διγενή το θάρρος
Έτσι του Δράκου τη φαρμακερή καρδιά,
απόθεσα στα πόδια σου ακριβή μου
Τούτος ο έρωτας θ’ ανθίσει στον παράδεισο,
τέλειος, ανέγγιχτος και άφθαρτος,
πύρινο άνθος στο περβόλι του Θεού
Μάταιης αγάπης δάκρυα
θα το ποτίζουν σαν κρυστάλλινες σταγόνες κάθε αυγή
κι όταν το σούρπωμα τα πέταλά του ανοίγει,
σαν πεταλούδες θα μαζεύονται οι ψυχές,
μαγνητισμένες από τ’ άρωμα του πάθους,
ζητώντας λαίμαργα να πιουν
από το νέκταρ της ζωής που θα σταλάζει
Κι αυτό το χρώμα τ’ άλικο,
που σκανδαλίζει τη λευκότητα των κρίνων,
θα είν’ εκεί για να φλογίζει στους νεκρούς
του νόστου την αδήριτη ανάγκη,
να προσδοκούν αβάσταγα την ώρα,
στης ύπαρξης τη μοναξιά να ξαναγεννηθούνε
Έχω μια αγάπη, ένα όνειρο, έναν έρωτα, ένα δάκρυ
κι είμαι ο πιο πλούσιος που περπάτησε ποτέ σ’ αυτήν τη Γη,
γιατί έχω κείνα που αυτοκράτορες ζηλόφθονα κι ανώφελα ποθήσαν
κι είναι τα χέρια μου κατάφορτα μ’ αστέρια
Με τόσο πλούτο, πες μου εσύ, που έμελε βασίλισσα να γίνεις,
πώς τέτοια φτώχεια ανείπωτη άστοργα σε κατέχει;
πηγή: Otto Great Chaos
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου