Όλοι γνωρίζετε την άγρια μελαγχολία που μας κυριεύει, όταν ενθυμούμαστε καιρούς ευτυχίας. Πόσο αδύνατο είναι, αλήθεια, να τους φέρουμε πάλι πίσω, και είμαστε χωρισμένοι απ’ αυτούς πιο άσπλαχνα απ’ όσο χωρίζει η πιό μεγάλη απόσταση. Και με λάμψη που δεν έφθειρε ο χρόνος, προβάλλουν μαγευτικές οι εικόνες. Τις φέρνουμε πάλι στο μυαλό μας όπως το σώμα μιας νεκρής αγαπημένης που αναπαύεται βαθειά μέσα στη γή και εμφανίζεται σε μάς όπως στους αντικατοπτρισμούς της ερήμου, με μια υψηλότερη και πνευματικότερη λαμπρότητα. Κι όλο ψηλαφούμε πάλι μέσα στα διψασμένα όνειρά μας τα περασμένα, με κάθε λεπτομέρεια και σε κάθε πτυχή τους. Μας φαίνεται σαν να μην είχαμε τότε γεμίσει με κρασί μέχρι τα χείλη το ποτήρι της ζωής και της αγάπης. ωστόσο καμιά μεταμέλειά μας δεν φέρνει πίσω αυτό που παραμελήσαμε. Ώ, να μπορούσε να ήταν αυτή η αίσθηση ένα μάθημα, να το σκεφτόμαστε σε κάθε στιγμή ευτυχίας!
Και ακόμη πιο γλυκειά γίνεται η ανάμνηση εκείνων των χρόνων μας της σελήνης και του ήλιου, όταν αυτό που τους σταμάτησε είναι αιφνίδιος τρόμος. Τότε μόνον καταλαβαίνουμε, τι μεγάλη τύχη δίνεται σε μάς τους ανθρώπους, ακόμη και αν απλά ζούμε αποσυρμένοι στις μικρές μας παρέες, κάτω από ειρηνική στέγη, με ευχάριστες κουβέντες και με λόγια γεμάτα αγάπη, πρωί και βράδυ. Αχ, πάντα αναγνωρίζουμε πολύ αργά, ότι με αυτά και μόνον, το κέρας της αφθονίας ήταν απλόχερα ανοιχτό για χάρη μας.
Έτσι θυμάμαι κι εγώ τον καιρό που ζούσαμε στην Μεγάλη Μαρίνα – μόνον η ανάμνηση βγάζει στο φως το θαύμα του. Βέβαια εκείνον τον καιρό, κάποιες σκοτούρες και ανησυχίες μας φαίνονταν σαν να σκοτείνιαζαν τις μέρες μας, και προπάντων είχαμε τον νου μας στον Αρχιδασονόμο. Ζούσαμε λοιπόν σε συνθήκες κάπως τραχιές και με τρόπο λιτό, αν και καμιά ανάγκη δεν μας καταπίεζε. Ωστόσο δύο φορές το χρόνο ξεφαντώναμε, του δίναμε και καταλάβαινε . μια φορά την άνοιξη και μια φορά το φθινόπωρο.
Το φθινόπωρο τα πίναμε σαν σοφοί και τιμούσαμε τα υπέροχα κρασιά που βγαίνουν στις πλαγιές της Μεγάλης Μαρίνα, τις προσανατολισμένες προς το Νότο. Όταν στους κήπους, ανάμεσα στα κόκκινα φύλλα και στα μαύρα τσαμπιά των σταφυλιών, ακούγαμε τις φωνές των αμπελουργών που έκαναν χωρατά μεταξύ τους, όταν στις μικρές πόλεις και στα χωριά άρχιζαν να τρίζουν τα πατητήρια και η μυρωδιά του φρέσκου μούστου άπλωνε τα αναβράζοντα πέπλα της πάνω από τα υποστατικά, ανηφορίζαμε προς τους οικοδεσπότες, τους βαρελάδες και τους αμπελουργούς, και πίναμε μαζί τους από τη φουσκωτή στάμνα Εκεί συναντούσαμε πάντοτε χαρωπούς συντρόφους, μιας και η χώρα είναι πλούσια και όμορφη, κι έτσι επικρατούσε ανέμελη σχόλη, με τα πνευματώδη λόγια και τα πειράγματα να δίνουν και να παίρνουν.
Έτσι συμμετείχαμε τ’ απογεύματα στο χαρούμενο συμπόσιο. Αυτές τις βδομάδες, μασκοφορεμένοι αμπελοφύλακες περιφέρονταν από το χάραμα μέχρι τη νύχτα γύρω από τους κήπους με ροκάνες και με τουφέκια, κρατώντας σε απόσταση τα λαίμαργα πουλιά. Επέστρεφαν αργά με αρμαθιές από ορτύκια, πιτσιλωτές τσίχλες και συκοφάγους, και σύντομα η λεία τους προσφέρονταν στο τραπέζι, απλωμένη πάνω σε κληματόφυλλα, μέσα σε μεγάλες γαβάθες. Συνοδεύαμε επίσης ταιριαστά το νέο κρασί με ψημένα κάστανα και με φρέσκα καρύδια, και προπάντων με τα υπέροχα μανιτάρια, που τα’ ψαχναν με σκυλιά μέσα στο δάσος: Την λευκή Τρούφα, τη νόστιμη Μορχέλλα και τον κοκκινωπό Καστανομανίτη.
Για όσον καιρό το κρασί ήταν ακόμη γλυκό και είχε το χρώμα του μελιού, καθόμασταν όλοι μαζί στο τραπέζι, συζητώντας ήρεμα, συχνά έχοντας το χέρι μας πάνω στον ώμο του διπλανού μας. Μόλις όμως άρχιζε να ωριμάζει και να διώχνει τα γαιώδη συστατικά του, ξυπνούσαν κι έπαιρναν δύναμη τα πνεύματα της ζωής. Συνέβαιναν τότε λαμπρές μονομαχίες, όπου αποφάσιζε για τον νικητή το όπλο του γέλιου και λάμβαναν μέρος μονομάχοι που ξεχώριζαν για την ανάλαφρη, ελεύθερη έκφραση της σκέψης τους, χάρισμα που αποκτά κανείς μόνον με μια μακριά και ήσυχη ζωή.
Όμως ακόμη περισσότερο από αυτές τις ώρες, που περνούσαν γρήγορα μέσα σε κέφι που πετούσε σπίθες, εκτιμούσαμε την σιωπηλή επιστροφή μας στο σπίτι, περνώντας ανάμεσα από κήπους και αγρούς, βαθειά μέσα στο μεθύσι, ενώ ήδη έπεφτε στα πολύχρωμα φύλλα των φυτών η πρωινή δροσιά. Μόλις περνούσαμε την κεντρική πύλη της μικρής πολιτείας, βλέπαμε στα δεξιά μας την αμμουδιά της παραλίας να λάμπει, ενώ αριστερά μας υψώνονταν στο φως του φεγγαριού οι Μαρμάρινες Βραχοπλαγιές. Ανάμεσα απλώνονταν οι λόφοι με τ’ αμπέλια και στις πλαγιές τους χάνονταν το μονοπάτι.
Μ’ αυτόν τον δρόμο συνδέονται μέσα στο μυαλό μας αναμνήσεις από κάποιο αστραφτερό, γεμάτο έκπληξη ξύπνημα, που μας γέμιζε με φόβο αλλά και με ευθυμία ταυτόχρονα. Ήταν σαν να αναδυόμασταν από τον βυθό της ζωής στην επιφάνειά της. Ακριβώς όπως ένας χτύπος διακόπτει τον ύπνο μας, μια εικόνα εισέβαλλε μέσα στη σκοτεινιά της μέθης μας – ίσως το κέρατο του τράγου που συνηθίζουν εκεί να στήνουν οι γεωργοί σε ψηλά παλούκια μπηγμένα στο χώμα του κήπου τους, ίσως ο μπούφος με τα κίτρινα μάτια που καθόταν στην κορυφή της στέγης ενός αχυρώνα, ή ένας μετεωρίτης που διέσχιζε τον ουράνιο θόλο σπινθηροβολώντας. Αλλά κάθε φορά μέναμε ακίνητοι σαν πετρωμένοι και μια ξαφνική ανατριχίλα έφτανε ώς βαθειά μέσα μας. Μετά μας φαίνονταν σα να μας είχε χαρισθεί μια νέα αίσθηση για να βλέπουμε τον κόσμο. Κοιτάζαμε σα να είχαμε μάτια που τους έχει δοθεί η δύναμη να βλέπουν τον χρυσό και τους κρυστάλλους,σαν λαμπερές φλέβες βαθειά κάτω από τη γυάλινη επιφάνεια της γης. Και μετά, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες της μοναστηριακής εκκλησίας και πριν αλέτρι σπάσει σβώλο γης, συνέβαινε και πλησίαζαν, γκρίζα, σαν σκιές, τα επουράνια πνεύματα της χώρας, εγκατεστημένα εδώ από πολύ καιρό. Μας πλησίαζαν διστακτικά, με χοντροκομμένα ξύλινα πρόσωπα, και οι μορφασμοί τους ήταν σε δυσεξήγητη συμφωνία εύθυμοι και φοβεροί συνάμα. Και τα αντικρίζαμε, ταυτόχρονα με τρόμο αλλά και με βαθειά συγκίνηση ως μέσα στην καρδιά, εκεί στη γή των αμπελώνων. Πότε-πότε μας φαίνονταν σα να ήθελαν να μιλήσουν, ωστόσο σύντομα εξαφανίζονταν σαν καπνός.
Σιωπηλοί παίρναμε μετά επιστρέφοντας τον σύντομο δρόμο για το Μοναστήρι του Απήγανου. Όταν το φώς στη βιβλιοθήκη ήταν αναμμένο, αλληλοκυτταζόμασταν, κι αντίκριζα τη δυνατή, ακτινοβόλο λάμψη στο πρόσωπο του αδελφού Ότο. Σ’ αυτόν τον καθρέφτη αναγνώριζα ότι η συνάντηση δεν ήταν ψευδαίσθηση. Χωρίς να πούμε λέξη, δίναμε τα χέρια και ανέβαινα στο Herbarium. Ακόμη και μετά, ποτέ δεν συζητούσαμε γι αυτό οι δυό μας.
Εκεί επάνω, καθόμουν για πολλή ώρα στο ανοιχτό παράθυρο σε πολύ εύθυμη διάθεση και αισθανόμουν μέσα στην καρδιά μου πώς η ύλη της ζωής συστρέφονταν στο αδράχτι σε χρυσές κλωστές. Μετά ανέβαινε ο ήλιος πάνω από την Alta Plana και φωτίζονταν με λαμπρό φώς οι εκτάσεις μέχρι τα σύνορα της Βουργουνδίας. Οι άγριοι γκρεμοί και οι παγετώνες έφεγγαν με λευκό και κόκκινο χρώμα, και τρέμοντας καθρεφτίζονταν οι ψηλές ακτές πάνω στον πράσινο καθρέφτη της Μαρίνα.
Πάνω στο μυτερό αέτωμα ξεκινούσαν τώρα την μέρα τους οι σπιτικοί Καρβουνιάρηδες και τάϊζαν τη δεύτερη γενιά νεοσσών, ενώ αυτοί τσίριζαν πεινασμένοι με ήχους που θύμιζαν ακόνισμα μικρών μαχαιριών. Από τους καλαμιώνες της λίμνης έβγαιναν σε σειρές οι πάπιες, και στους κήπους οι Σπίνοι και οι Καρδερίνες τσιμπούσαν από τα κλήματα τις τελευταίες ρώγες. Μετά άκουγα την πόρτα της βιβλιοθήκης ν’ ανοίγει και ο αδελφός Ότο έβγαινε στον κήπο για να κοιτάξει τους κρίνους.
Και ακόμη πιο γλυκειά γίνεται η ανάμνηση εκείνων των χρόνων μας της σελήνης και του ήλιου, όταν αυτό που τους σταμάτησε είναι αιφνίδιος τρόμος. Τότε μόνον καταλαβαίνουμε, τι μεγάλη τύχη δίνεται σε μάς τους ανθρώπους, ακόμη και αν απλά ζούμε αποσυρμένοι στις μικρές μας παρέες, κάτω από ειρηνική στέγη, με ευχάριστες κουβέντες και με λόγια γεμάτα αγάπη, πρωί και βράδυ. Αχ, πάντα αναγνωρίζουμε πολύ αργά, ότι με αυτά και μόνον, το κέρας της αφθονίας ήταν απλόχερα ανοιχτό για χάρη μας.
Έτσι θυμάμαι κι εγώ τον καιρό που ζούσαμε στην Μεγάλη Μαρίνα – μόνον η ανάμνηση βγάζει στο φως το θαύμα του. Βέβαια εκείνον τον καιρό, κάποιες σκοτούρες και ανησυχίες μας φαίνονταν σαν να σκοτείνιαζαν τις μέρες μας, και προπάντων είχαμε τον νου μας στον Αρχιδασονόμο. Ζούσαμε λοιπόν σε συνθήκες κάπως τραχιές και με τρόπο λιτό, αν και καμιά ανάγκη δεν μας καταπίεζε. Ωστόσο δύο φορές το χρόνο ξεφαντώναμε, του δίναμε και καταλάβαινε . μια φορά την άνοιξη και μια φορά το φθινόπωρο.
Το φθινόπωρο τα πίναμε σαν σοφοί και τιμούσαμε τα υπέροχα κρασιά που βγαίνουν στις πλαγιές της Μεγάλης Μαρίνα, τις προσανατολισμένες προς το Νότο. Όταν στους κήπους, ανάμεσα στα κόκκινα φύλλα και στα μαύρα τσαμπιά των σταφυλιών, ακούγαμε τις φωνές των αμπελουργών που έκαναν χωρατά μεταξύ τους, όταν στις μικρές πόλεις και στα χωριά άρχιζαν να τρίζουν τα πατητήρια και η μυρωδιά του φρέσκου μούστου άπλωνε τα αναβράζοντα πέπλα της πάνω από τα υποστατικά, ανηφορίζαμε προς τους οικοδεσπότες, τους βαρελάδες και τους αμπελουργούς, και πίναμε μαζί τους από τη φουσκωτή στάμνα Εκεί συναντούσαμε πάντοτε χαρωπούς συντρόφους, μιας και η χώρα είναι πλούσια και όμορφη, κι έτσι επικρατούσε ανέμελη σχόλη, με τα πνευματώδη λόγια και τα πειράγματα να δίνουν και να παίρνουν.
Έτσι συμμετείχαμε τ’ απογεύματα στο χαρούμενο συμπόσιο. Αυτές τις βδομάδες, μασκοφορεμένοι αμπελοφύλακες περιφέρονταν από το χάραμα μέχρι τη νύχτα γύρω από τους κήπους με ροκάνες και με τουφέκια, κρατώντας σε απόσταση τα λαίμαργα πουλιά. Επέστρεφαν αργά με αρμαθιές από ορτύκια, πιτσιλωτές τσίχλες και συκοφάγους, και σύντομα η λεία τους προσφέρονταν στο τραπέζι, απλωμένη πάνω σε κληματόφυλλα, μέσα σε μεγάλες γαβάθες. Συνοδεύαμε επίσης ταιριαστά το νέο κρασί με ψημένα κάστανα και με φρέσκα καρύδια, και προπάντων με τα υπέροχα μανιτάρια, που τα’ ψαχναν με σκυλιά μέσα στο δάσος: Την λευκή Τρούφα, τη νόστιμη Μορχέλλα και τον κοκκινωπό Καστανομανίτη.
Για όσον καιρό το κρασί ήταν ακόμη γλυκό και είχε το χρώμα του μελιού, καθόμασταν όλοι μαζί στο τραπέζι, συζητώντας ήρεμα, συχνά έχοντας το χέρι μας πάνω στον ώμο του διπλανού μας. Μόλις όμως άρχιζε να ωριμάζει και να διώχνει τα γαιώδη συστατικά του, ξυπνούσαν κι έπαιρναν δύναμη τα πνεύματα της ζωής. Συνέβαιναν τότε λαμπρές μονομαχίες, όπου αποφάσιζε για τον νικητή το όπλο του γέλιου και λάμβαναν μέρος μονομάχοι που ξεχώριζαν για την ανάλαφρη, ελεύθερη έκφραση της σκέψης τους, χάρισμα που αποκτά κανείς μόνον με μια μακριά και ήσυχη ζωή.
Όμως ακόμη περισσότερο από αυτές τις ώρες, που περνούσαν γρήγορα μέσα σε κέφι που πετούσε σπίθες, εκτιμούσαμε την σιωπηλή επιστροφή μας στο σπίτι, περνώντας ανάμεσα από κήπους και αγρούς, βαθειά μέσα στο μεθύσι, ενώ ήδη έπεφτε στα πολύχρωμα φύλλα των φυτών η πρωινή δροσιά. Μόλις περνούσαμε την κεντρική πύλη της μικρής πολιτείας, βλέπαμε στα δεξιά μας την αμμουδιά της παραλίας να λάμπει, ενώ αριστερά μας υψώνονταν στο φως του φεγγαριού οι Μαρμάρινες Βραχοπλαγιές. Ανάμεσα απλώνονταν οι λόφοι με τ’ αμπέλια και στις πλαγιές τους χάνονταν το μονοπάτι.
Μ’ αυτόν τον δρόμο συνδέονται μέσα στο μυαλό μας αναμνήσεις από κάποιο αστραφτερό, γεμάτο έκπληξη ξύπνημα, που μας γέμιζε με φόβο αλλά και με ευθυμία ταυτόχρονα. Ήταν σαν να αναδυόμασταν από τον βυθό της ζωής στην επιφάνειά της. Ακριβώς όπως ένας χτύπος διακόπτει τον ύπνο μας, μια εικόνα εισέβαλλε μέσα στη σκοτεινιά της μέθης μας – ίσως το κέρατο του τράγου που συνηθίζουν εκεί να στήνουν οι γεωργοί σε ψηλά παλούκια μπηγμένα στο χώμα του κήπου τους, ίσως ο μπούφος με τα κίτρινα μάτια που καθόταν στην κορυφή της στέγης ενός αχυρώνα, ή ένας μετεωρίτης που διέσχιζε τον ουράνιο θόλο σπινθηροβολώντας. Αλλά κάθε φορά μέναμε ακίνητοι σαν πετρωμένοι και μια ξαφνική ανατριχίλα έφτανε ώς βαθειά μέσα μας. Μετά μας φαίνονταν σα να μας είχε χαρισθεί μια νέα αίσθηση για να βλέπουμε τον κόσμο. Κοιτάζαμε σα να είχαμε μάτια που τους έχει δοθεί η δύναμη να βλέπουν τον χρυσό και τους κρυστάλλους,σαν λαμπερές φλέβες βαθειά κάτω από τη γυάλινη επιφάνεια της γης. Και μετά, πριν χτυπήσουν οι καμπάνες της μοναστηριακής εκκλησίας και πριν αλέτρι σπάσει σβώλο γης, συνέβαινε και πλησίαζαν, γκρίζα, σαν σκιές, τα επουράνια πνεύματα της χώρας, εγκατεστημένα εδώ από πολύ καιρό. Μας πλησίαζαν διστακτικά, με χοντροκομμένα ξύλινα πρόσωπα, και οι μορφασμοί τους ήταν σε δυσεξήγητη συμφωνία εύθυμοι και φοβεροί συνάμα. Και τα αντικρίζαμε, ταυτόχρονα με τρόμο αλλά και με βαθειά συγκίνηση ως μέσα στην καρδιά, εκεί στη γή των αμπελώνων. Πότε-πότε μας φαίνονταν σα να ήθελαν να μιλήσουν, ωστόσο σύντομα εξαφανίζονταν σαν καπνός.
Σιωπηλοί παίρναμε μετά επιστρέφοντας τον σύντομο δρόμο για το Μοναστήρι του Απήγανου. Όταν το φώς στη βιβλιοθήκη ήταν αναμμένο, αλληλοκυτταζόμασταν, κι αντίκριζα τη δυνατή, ακτινοβόλο λάμψη στο πρόσωπο του αδελφού Ότο. Σ’ αυτόν τον καθρέφτη αναγνώριζα ότι η συνάντηση δεν ήταν ψευδαίσθηση. Χωρίς να πούμε λέξη, δίναμε τα χέρια και ανέβαινα στο Herbarium. Ακόμη και μετά, ποτέ δεν συζητούσαμε γι αυτό οι δυό μας.
Εκεί επάνω, καθόμουν για πολλή ώρα στο ανοιχτό παράθυρο σε πολύ εύθυμη διάθεση και αισθανόμουν μέσα στην καρδιά μου πώς η ύλη της ζωής συστρέφονταν στο αδράχτι σε χρυσές κλωστές. Μετά ανέβαινε ο ήλιος πάνω από την Alta Plana και φωτίζονταν με λαμπρό φώς οι εκτάσεις μέχρι τα σύνορα της Βουργουνδίας. Οι άγριοι γκρεμοί και οι παγετώνες έφεγγαν με λευκό και κόκκινο χρώμα, και τρέμοντας καθρεφτίζονταν οι ψηλές ακτές πάνω στον πράσινο καθρέφτη της Μαρίνα.
Πάνω στο μυτερό αέτωμα ξεκινούσαν τώρα την μέρα τους οι σπιτικοί Καρβουνιάρηδες και τάϊζαν τη δεύτερη γενιά νεοσσών, ενώ αυτοί τσίριζαν πεινασμένοι με ήχους που θύμιζαν ακόνισμα μικρών μαχαιριών. Από τους καλαμιώνες της λίμνης έβγαιναν σε σειρές οι πάπιες, και στους κήπους οι Σπίνοι και οι Καρδερίνες τσιμπούσαν από τα κλήματα τις τελευταίες ρώγες. Μετά άκουγα την πόρτα της βιβλιοθήκης ν’ ανοίγει και ο αδελφός Ότο έβγαινε στον κήπο για να κοιτάξει τους κρίνους.
Ernst Jünger - Στις Μαρμάρινες Βραχοπλαγιές
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου