Έχω εδώ και κάμποσο καιρό, που σπάνια γράφω πια πολιτικά κείμενα. Τουλάχιστον όχι αμιγώς πολιτικά. Βαρέθηκα εν πολλοίς. Λέγε, λέγε, λέγε τα ίδια κι ανάλλαχτα, τα σιχάθηκα σαν τις αμαρτίες μου, ίσως περισσότερο κι από μερικές από δαύτες. Ήρθε μια στιγμή, που ‘νιωσα ότι τέλειωσαν πια τα λόγια, έκαστος εφ ο ετάχθη, που λέμε. Όταν δεν νιώθεις υποχρεωμένος να μιλήσεις εξαιτίας κάποιας δήθεν ανώτερης ηθικής αρχής ή αιτίας, όπως ας πούμε η υπεράσπιση της Δημοκρατίας, της Δικαιοσύνης ή της Πατρίδας, τότε αποκτάς ξαφνικά το προνόμιο ν’ ακούς, να βλέπεις, να γροικάς. Είναι κι αυτός ένας τρόπος συμμετοχής στα κοινά. Όμως τούτο, μπορεί άνετα να εκληφθεί ως υπεκφυγή, το μόνιμο επιχείρημα του καναπεδάτου επαναστάτη. Γιατί αν πραγματικά συμμετέχεις στα κοινά δια της σιωπής, όχι της αιδήμονος αλλά κείνης της ενατένισης, τότε μοιραία θα ‘ρθουνε στιγμές που οι πολιτικές σκέψεις θα ξεπηδήσουν από μόνες τους στο ηλεκτρονικό χαρτί, την ώρα που αμέριμνος ξεκινάς να γράψεις κάτι άλλο.
Όποιος ρίχνει στο γκρεμό ένα λιθαράκι, το κάνει με την απόκρυφη ελπίδα τούτο να ‘ναι που θα κάνει την κατάλληλη γκέλα, που θα δώσει την οριακή ώθηση, κείνο που θα ξεκινήσει την κατολίσθηση κι ας είναι τόσο ειρηνικό, τόσο χαριτωμένο και γραφικό το χωριουδάκι κάτω στα ριζά του γκρεμνού. Είπα να προσθέσω λοιπόν κι εγώ το λιθαράκι μου στον ορυμαγδό του διαδικτυακού γίγνεσθαι, έστω κι αν είναι τόσο όμορφη, άσπιλη και καλοσούσουμη η Πολιτεία που ονειρικά βαυκαλίζεται, λικνιζόμενη με ηδυπάθεια πάνω στο χείλος του απύθμενου βάραθρου…
Όλα έβαιναν καλώς στο Βασίλειο της Δανείας (ο Δάνειος, η Δανεία, το Δάνειον, μάθετε βρε χαϊβάνια λίγη καθαρεύουσα, ν’ αναβαπτιστείτε στα ιερά νάματα της φυλής• έτσι σας ξεγέλασε ο GAP κι εσείς νομίσατε πως θα μας έκανε Δανία του Νότου κωθώνια), όταν ένας μπαλτάκος, μικρός, μανιτζέβελος κι ιδιαίτερα ακονισμένος έπεσε κι έκοψε το δεξί χέρι του Πρωθυπουργού Τζέημι Λάνιστερ… εγκχμ… Αντώνη Σαμαρά, το χέρι που ‘χε για να χαϊδεύει τον αγαπημένο του σκύλο, που όμως γύρισε λυσσασμένος και το δάγκωσε, οπότε δεν υπήρχε άλλη επιλογή απ’ τον αναγκαστικό ακρωτηριασμό. Τώρα βέβαια το πήρα ελαφρώς στην πλάκα τ’ όλο ζήτημα, πράγμα που δεν συνάδει καθόλου μ’ αυτό που νιώθω πραγματικά μπρος στο θέαμα τούτης της υπόθεσης. Κατ ‘αρχάς έκανα άσχημα που ενέπλεξα στο στόρι τους Λάνιστερ, γιατί μπορεί να είναι κακοί σε κάποιον άλλον κόσμο παθολογικής εξουσιολαγνείας, όμως τουλάχιστον εκείνοι έχουν έναν κώδικα τιμής, πληρώνουν πάντοτε τα χρέη τους και το καυχιόνται. Εδώ θα μιλήσουμε για εξουσιομανείς που αξιώνουν να πληρώνουν πάντοτε τα χρέη τους… οι άλλοι· όχι εραστές της Εξουσίας, αλλά σοδομίτες της.
Θα μου πει τώρα κάποιος, «μα καλά, τι σου κάνει τόση μεγάλη εντύπωση κι έχεις συφιλιαστεί τόσο άσχημα με την περίπωση Μπαλτάκου;». Ο κανάγιας που ‘κανε τούτη την ερώτηση, να παρουσιαστεί μπροστά μου αυθωρεί για να του δώσω το σοπάκι του, που τολμάει ο μούλος να κάνει τέτοιες ανόητες ερωτήσεις. Τόσο δημοκράτης, ειλικρινά με θαυμάζω!! Είναι όμως που επιτέλους κατανόησα τι εννοούσαν οι παπαγάλοι κήνσορες της νομιμότητας, όταν υπέβαλαν κάθε συνομιλητή τους σε Ιερά Εξέταση κι όποιον δεν αποκήρυττε τη «Βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», τον έψηναν σε μαζικές πυρές στην πλατεία Σόφτεξ, μπαρδόν Συντάγματος. Ο διορισμένος απ’ τον μπαμπά του (άρα καλό παιδί, από οικογένεια νομιμοφρόνων αν κι αντικομμουνιστών και ταγμένος στην υπηρεσία της Πατρίδος) λιμενόμπατσος Μπαλτάκος ο νεώτερος, εντυπωσίασε με τη στιβαρότητα των επιχειρημάτων του, μέσα στο ναό της Δημοκρατίας κι ερμήνευσε εμπράκτως την αληθινή έννοια του «καταδικάζω τη βία, απ’ όπου αλλού κι αν προέρχεται».
Ξεκίνησα απ’ την πλέον τηλεοπτική και γαργαλιστική πλευρά των πρόσφατων γεγονότων, για δύο κυρίως λόγους. Αφενός για να γίνει το κείμενο πιασάρικο και να χτυπήσω νούμερα. Αφετέρου επειδή οι περισσότερες «αναλύσεις» φτάνουν την εμβάθυνσή τους μέχρι αυτού του σημείου. Αν κάποιοι βαριούνται τα μεγάλα κείμενα, πάλι ευχαριστημένοι θα μείνουν. Το σκωπτικό ύφος ίσως να νομίσει κανείς πως οφείλεται σε ελαφρότητα κι επιφανειακή ανάλυση. Όμως υπάρχει κάποιο όριο, όπου αν δεν θέλεις να γίνεις αισχρός, βωμολόχος και χυδαίος, αν δεν γουστάρεις να δώσεις τροφή σ’ εκείνους που αντιπαρέρχονται όλα τα εναντίον τους επιχειρήματα, κολλώντας τους την ταμπελίτσα «λαϊκισμός», αν δεν επιθυμείς εντέλει να παραστήσεις τον τρελό, που γενναία ξιφουλκεί μπροστά σε χίμαιρες, τότε δεν έχεις άλλο τρόπο να εκφραστείς κι η ειρωνεία αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο. Όμως στ’ αλήθεια, δεν θα είχα κανένα λόγο να διακόψω τη νιρβάνα της συγγραφικής μου αυτοϊκανοποίησης (κι όλη μέρα τακ-τακ, τακ, τουκ, τουκ-τουκ-τουκ, που ‘λεγε κι ο Ξυλούρης) για έναν μπρατσαρά παραφουσκωμένο σκίνχεντ, έστω κι αν ήταν γιος του Πάπα, πράγμα που θα έγειρε φυσικά τεράστια δογματικά κι ηθικά ζητήματα. Υπάρχουν πράγματα πιο βαθιά που με λερώνουν…
Εντάξει, ας δοκιμάσω να σοβαρευτώ, αν και φοβάμαι πως μπορεί απ’ τα ακροδάχτυλά μου ν’ αναβλύσουν λόγια τα οποία θα μετανιώσω. Ας δοκιμάσω ν’ αφήσω κατά μέρους το σοπάκι και να προσπαθήσω ν’ απαντήσω, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μου, το αρχικό ερώτημα. Γιατί τελικά με χαλάει τόσο πολύ η περίπτωση Μπαλτάκου; «Από πού ν’ αρχίσω, από μπρος ή από πίσω;» όπως είπε ο Ευρω-πέος δανειστής στην αθώα παιδούλα που την έλεγαν Ελλάδα. Λέω να ξεκινήσω απ’ το Στόμα. Ένα στόμα που άνοιξε απότομα, δάγκωσε το χέρι που το χάιδευε, έφτυσε τα κομμάτια του όπως ο σχωρεμένος ο ανταρόλυκος του Ρομπ Σταρκ και μαζί ξέρασε και την αλήθεια. Την αλήθεια που το βόλευε, όταν το βόλευε, που όμως δεν παύει να είναι αλήθεια. Στο ρόλο του Στόματος του Σάουρον, ο πολύ τηλεοπτικός, αν και κάμποσο λούμπεν, Ηλίας Κασιδιάρης, που τουλάχιστον έχει εξ ονόματος και μια δικαιολογία για το άκομψο κούρεμα. Ο Ηλίας σε ρόλο Μάκη, με την κρυφή κάμερα να ξεσκεπάζει τις βρωμιές, στις οποίες κι ο ίδιος συμμετέχει. Ο Ρομπέν των Χαζών μιας τραγελαφικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το τσιράκι που ονειρεύτηκε να γίνει ο τιμωρός της και να της δώσει τη χαριστική βολή με πισώπλατη μαχαιριά (να σου και πάλι ο Λάνιστερ ο Βασιλοκτόνος, πριν του κόψουν όμως το χέρι).
Ο Μπαλτάκος είναι χαλαρός μπροστά του, νιώθει οικειότητα είναι φανερό. Μιλάει λυμένα, ανθρώπινα, όχι με την ξύλινη γλώσσα του πολιτικάντη, που απευθύνεται σ’ έναν πολιτικό αντίπαλο, έστω με διάθεση συνεννόησης. Τον εμπιστεύεται κι αυτό είναι το λάθος του. Δεν αντιλαμβάνεται καν πως οι ερωτήσεις είναι επιτηδευμένες για να του αποσπάσουν ομολογία, δεν του περνά καν κάτι τέτοιο απ’ το νου. Έχω ξαναγράψει για την οικογενειακή σχέση της ελληνικής Ακροδεξιάς με την πανγεννήτρα Νεοδημοκρατική γαστέρα. Όμως τότε στηριζόμασταν σε δηλώσεις πρώην στελεχών της ΧΑ, που μαρτυρούσαν ότι οι Χρυσαυγίτες οπλοφορούσαν με άδεια, ως δηλωμένοι μπράβοι βουλευτών της ΝΔ κι άλλα πολλά. Ας πούμε ότι τούτοι δεν είναι και οι πλέον αξιόπιστοι μάρτυρες. Τώρα όμως έχουμε αδιάσειστες αποδείξεις, τούτης της στενής σχέσης του δεξιού χεριού του Σαμαρά, με τις παρυφές του βαθέως κράτους και τους παρακρατικούς μπράβους του. Η εμπιστοσύνη που τους δείχνει, μια παλιά καραβάνα της κυνοβουλευτικής καμαρίλας, όπως και ο αβίαστος τρόπος με τον οποίο τους υποτιμά, αποτελούν τον πλέον αδιάψευστο μάρτυρα. Πρόκειται όμως πάνω απ’ όλα για παράδειγμα και μέτρο της έσχατης κατάπτωσης της Αιδήμονος Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, της λεγόμενης Μεταπολίτευσης. Μπρος στον κίνδυνο να ξεφύγει το πόπολο απ’ τον ασφυκτικό έλεγχο του παλαιοκομματισμού, εξαιτίας της μνημονιακής λαίλαπας που θα σάρωνε τις ανύποπτες ζωούλες τους, έφτασαν να μπάσουν στο προσκήνιο τους μπράβους τους, θαρρώντας πως είναι σε θέση να τους ελέγξουν και τώρα πληρώνουν το τίμημα. Οι άνθρωποι του υποκόσμου και του παρακράτους, έτσι ξέρουνε να κάνουν τις δουλειές τους, εκείνοι οι ίδιοι τους το ‘χουνε διδάξει.
Άλλωστε υπάρχει κανείς που νομίζει πως ο Κασιδιάρης έκανε ό,τι έκανε για να καταδείξει την ανομία του Καθεστώτος Σαμαρά και να υπογραμμίσει το παράνομο των αποφάσεών του και των μνημονιακών νόμων που ψηφίζει κατ’ επίφαση; Πως τάχα ήθελε να ρίξει την κυβέρνηση για να ελευθερώσει το λαό απ’ τα δεσμά της ξενοκρατείας; Εάν ήταν έτσι, θα είχε αποκαλύψει το βίντεο τις μέρες που ψηφιζόταν στο κυνοβούλιο το απεχθές πολυνομοσχέδιο, παραγωγική ταφόπλακα της χώρας, καθ’ ομολογία των ίδιων των συμπολιτευόμενων βουλευτών. Δεν θέλησε όμως να φέρει τον μπάρμπα Φώτη στη δύσκολη θέση να σκεφτεί έστω ν’ αποσύρει τη σιωπηρή στήριξη της ξοφλημένης κυβέρνησης, όπως και τον Βενιζέλο και την παρέα του, δήθεν άσπονδους εχθρούς των φασιστών. Το σημαντικό ήταν να ψηφιστεί το έκτρωμα, να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των δανειστών κι έπειτα ν’ αρχίσουμε το παιχνίδι των εκβιασμών. Το παιχνίδι των εκλογών…
Όμως ας μην είμαι αυστηρός με τον Ηλία. Δεν θα τολμούσα ποτέ να μην του πιστώσω την τεράστια δημοσιογραφική κι επικοινωνιακή επιτυχία. Πέρα απ’ τις σκοπιμότητες, πέρα απ’ τους εκβιασμούς, για πρώτη φορά σ’ ένα ολιγόλεπτο βίντεο αποτυπώνονται μ’ εξόφθαλμο τρόπο, πράγματα που όλοι γνωρίζαμε, όμως όποιος τολμούσε να τα πει χαρακτηριζόταν παραχρήμα ως λαϊκιστής και συνωμοσιολόγος. Βλέπετε, δεν ήταν στ’ αλήθεια το ναζιστικό Στόμα που έκανε τις αποκαλύψεις, αλλά η αδιάψευστη κάμερα. Αποτυπώνεται με πλήρη γλαφυρότητα, ένας πρωθυπουργός ο οποίος αποδεικνύεται πως καταπατά το Πολίτευμα, οργανώνοντας σκευωρίες εναντίον πολιτικών του αντιπάλων και συλλαμβάνοντας βουλευτές της αντιπολίτευσης με στημένα ή ανύπαρκτα στοιχεία. Όχι για χάρη της νομιμότητας ή της ηθικής, αλλά για χάρη των κουκιών. Που διορίζει ανώτατους δικαστικούς με ρουσφέτι κι ύστερα βάζει την "Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη" να δράσει κατ' εντολήν. Έναν πρωθυπουργό που κυβερνά μέσω του βαθέως κράτους, του παρακράτους, στήνοντας ακόμα και κάλπικες τρομοκρατικές επιθέσεις με αδέσποτες σφαίρες στο γραφείο του, όπως θυμόμαστε απ’ το πρόσφατο παρελθόν. Ένας πρωθυπουργός της πιο μαύρης εκτροπής του πολιτεύματος που έχει γνωρίσει η γενιά μας.
Αποδεικνύεται ακόμα πως η (ας την πούμε) Δικαιοσύνη στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, τιμωρεί αυστηρά όποιον την πληροφορήσουν πως δεν είναι Χριστιανός, χωρίς να χρειαστεί ν’ αποδεικνύονται περαιτέρω εγκλήματα, αρκεί ο ινστρούκτορας να ‘ναι από υπουργός και πάνω. Η μη συμμόρφωσις προς τας χριστιανικάς αρχάς, αποτελεί από μόνη της έγκλημα καθοσιώσεως. Επίσης, η καταγωγή από χωριό γειτονικό της ιδιαίτερης πατρίδας ενός πρωθυπουργού, αποτελεί επαρκές προσόν διορισμού ανώτατου δικαστικού, ώστε κατόπιν να κρίνει τις πράξεις του ίδιου του κυβερνήτου. Τόση μπόχα, σαπίλα κι εξευτελισμός του δήθεν δημοκρατικού πολιτεύματος, συμπυκνωμένα μέσα σ’ ένα μικρό βίντεο, είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Όλη η πολιτική κακοδαιμονία τούτης της ταλαίπωρης χώρας αποτυπωμένη με τον πλέον χυδαίο κι απροκάλυπτο τρόπο, με μια φυσικότητα τόσο αφοπλιστική, που συγκλονίζει. Όταν νομίζουν πως δεν τους βλέπουν οι αδηφάγες κάμερες, όλα τούτα είναι για δαύτους δεδομένα και προφανώς θεμιτά.
Όμως η εμετική παθογένεια που ανάβλυσε σαν αποφορά σαπισμένου κουφαριού, του σαπρού κορμιού μιας χώρας που ακολουθεί την πολιτική της ηγεσία στο χαμό, δεν σταματά στην κυβέρνηση, ούτε στα δοτά ΜΜΕ, που έχουν ανάγει το λειτούργημα της πληροφόρησης σε σκοταδιστική διαστροφή, όπου αληθές εστί το του αφεντός ξυμφέρον. Σύσσωμο το κίνημα των παπαγάλων, όπως ήταν αναμενόμενο, θυμήθηκε την «πολιτική σταθερότητα» και τη «ναζιστική απειλή» και καθάρισε. Η στάση της αντιπολίτευσης όμως, της αξιωματικής ιδιαίτερα, αποτελεί άλλο ένα χαστούκι στο μάγουλο όσων ακόμα διατηρούν ψευδαισθήσεις περί αλλαγής του πολιτικού κατεστημένου αυτής της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που σε κάθε ευκαιρία δεν παύει να τονίζει τον αυταρχισμό και την αντιδημοκρατικότητα της κυβέρνησης των σφετεριστών της λαϊκής εντολής, θα περίμενε τώρα που υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις για το βίο και την πολιτεία της, να έχει κρεμαστεί στα κάγκελα, να καταθέτει πρόταση μομφής και να ζητά την παραίτηση της κυβέρνησης, η οποία δεν έχει αφήσει θεσμό του πολιτεύματος που να μην έχει αλώσει, ούτε άρθρο του Συντάγματος που να μην το έχει χρησιμοποιήσει ως χαρτί υγείας.
Όμως παραδόξως στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην Κουμουνδούρου φαίνεται να επικεντρώνονται στο θέμα των σχέσεων ΝΔ-ΧΑ, χωρίς να δίνουν δεκάρα για τις πολιτειακές εκτροπές που αποκαλύπτονται από το επίμαχο βίντεο. Αντί να απαιτήσουν και να επιδιώξουν την πτώση της επάρατης κυβέρνησης, ζήτησαν απλά την αποπομπή Μπαλτάκου, ο οποίος έτσι κι αλλιώς παραιτήθηκε. Ίσως επειδή ο αποδιοπομπαίος τράγος αποκάλυψε άθελά του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (με εξαίρεση τον Μ. Γλέζο και την Ζ. Κωνσταντοπούλου) υπερψήφισε μια ολοφάνερα στημένη πολιτική δίωξη και τώρα νιώθει κι εκείνος εκτεθειμένος. Όσο για το επαναστατικό ΚΚΕ, απ’ την όλη υπόθεση το μόνο που το ενόχλησε είναι και πάλι ο αποδιοπομπαίος τράγος, ως δηλωμένος αντικομμουνιστής. Πάλι καλά που οι ΑΝΕΛ, μέσω του Ν. Μαριά προσπάθησαν να περισώσουν την τιμή του πολιτικού συστήματος, όμως δυστυχώς γι’ αυτούς δεν διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών για να καταθέσουν πρόταση μομφής, οπότε είναι αναγκασμένοι να αποτείνονται στις «δημοκρατικές ευαισθησίες» των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων. Για τον μπάρμπα Φώτη δεν θα πω τίποτε, καθώς δεν λογίζεται ως αντιπολιτευόμενος, ασχέτως της υποκριτικής του αποχώρησης απ’ την κυβέρνηση.
Όμως το χειρότερο, εκείνο που ίσως με σόκαρε περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα, δεν είναι ο παχυδερμισμός της κυβέρνησης, ούτε η αιδήμων σιωπή της αντιπολίτευσης, ούτε καν ο Εφιάλτης του Καστελόριζου που θεώρησε πως βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, ώστε να ξαναχτίσει το δημοκρατικό, σοσιαλιστικό του προφίλ. Είναι η αταραξία του πόπολου, που δεν ιδρώνει πια τ’ αυτί του μπροστά σε καμμία ατιμία, που δεν δείχνει την παραμικρή ευαισθησία προς υπεράσπιση των δημοκρατικών του κατακτήσεων, έστω του κύρους των θεσμών. Το έσχατο στάδιο της κατάπτωσης, δεν είναι να υφίστασαι την αδικία, αλλά να τη συνηθίζεις και να συμβιβάζεσαι μ’ αυτήν. Ο πολιτικός μιθριδατισμός και η πλήρης αφασία δείχνουν γι’ άλλη μια φορά το εύρος της διάδοσής τους κι αποτελούν το πλέον αδιάψευστο σημάδι της τελικής φάσης του καρκίνου που κατατρώει σύσσωμη την ελληνική κοινωνία. Το ψάρι βρωμάει μεν απ’ το κεφάλι, όμως η σήψη δεν σταματά ποτέ εκεί, μέχρι να σαπίσει και το τελευταίο υγιές κύτταρο, ως τα βάθη των σωθικών του.
Όμως αρκετά μέχρι εδώ. Το λιθαράκι μου ξαστόχησε κι η μεθυσμένη πολιτεία θα συνεχίσει να παραπαίει ανενόχλητη στην άκρη του γκρεμού, μέχρι να βρεθεί κάποιος με χέρι και καρδιά και με μάτι που κόβει, να τη βρει στο δοξαπατρί και να τη σωριάσει εκεί που της αξίζει, στην Άβυσσο της Λήθης. Μέχρι τότε, θα συνεχίσω να ζω προσπαθώντας να συγκρατήσω την αναγούλα που ανεβαίνει από μέσα μου σε κύματα, κάθε φορά που έρχομαι έστω σε ξώφαλτση επαφή με το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι αυτού του τόπου. Πού θα πάει, ίσως κι εγώ κάποτε να συνηθίσω την αποφορά τους…
Όποιος ρίχνει στο γκρεμό ένα λιθαράκι, το κάνει με την απόκρυφη ελπίδα τούτο να ‘ναι που θα κάνει την κατάλληλη γκέλα, που θα δώσει την οριακή ώθηση, κείνο που θα ξεκινήσει την κατολίσθηση κι ας είναι τόσο ειρηνικό, τόσο χαριτωμένο και γραφικό το χωριουδάκι κάτω στα ριζά του γκρεμνού. Είπα να προσθέσω λοιπόν κι εγώ το λιθαράκι μου στον ορυμαγδό του διαδικτυακού γίγνεσθαι, έστω κι αν είναι τόσο όμορφη, άσπιλη και καλοσούσουμη η Πολιτεία που ονειρικά βαυκαλίζεται, λικνιζόμενη με ηδυπάθεια πάνω στο χείλος του απύθμενου βάραθρου…
Όλα έβαιναν καλώς στο Βασίλειο της Δανείας (ο Δάνειος, η Δανεία, το Δάνειον, μάθετε βρε χαϊβάνια λίγη καθαρεύουσα, ν’ αναβαπτιστείτε στα ιερά νάματα της φυλής• έτσι σας ξεγέλασε ο GAP κι εσείς νομίσατε πως θα μας έκανε Δανία του Νότου κωθώνια), όταν ένας μπαλτάκος, μικρός, μανιτζέβελος κι ιδιαίτερα ακονισμένος έπεσε κι έκοψε το δεξί χέρι του Πρωθυπουργού Τζέημι Λάνιστερ… εγκχμ… Αντώνη Σαμαρά, το χέρι που ‘χε για να χαϊδεύει τον αγαπημένο του σκύλο, που όμως γύρισε λυσσασμένος και το δάγκωσε, οπότε δεν υπήρχε άλλη επιλογή απ’ τον αναγκαστικό ακρωτηριασμό. Τώρα βέβαια το πήρα ελαφρώς στην πλάκα τ’ όλο ζήτημα, πράγμα που δεν συνάδει καθόλου μ’ αυτό που νιώθω πραγματικά μπρος στο θέαμα τούτης της υπόθεσης. Κατ ‘αρχάς έκανα άσχημα που ενέπλεξα στο στόρι τους Λάνιστερ, γιατί μπορεί να είναι κακοί σε κάποιον άλλον κόσμο παθολογικής εξουσιολαγνείας, όμως τουλάχιστον εκείνοι έχουν έναν κώδικα τιμής, πληρώνουν πάντοτε τα χρέη τους και το καυχιόνται. Εδώ θα μιλήσουμε για εξουσιομανείς που αξιώνουν να πληρώνουν πάντοτε τα χρέη τους… οι άλλοι· όχι εραστές της Εξουσίας, αλλά σοδομίτες της.
Θα μου πει τώρα κάποιος, «μα καλά, τι σου κάνει τόση μεγάλη εντύπωση κι έχεις συφιλιαστεί τόσο άσχημα με την περίπωση Μπαλτάκου;». Ο κανάγιας που ‘κανε τούτη την ερώτηση, να παρουσιαστεί μπροστά μου αυθωρεί για να του δώσω το σοπάκι του, που τολμάει ο μούλος να κάνει τέτοιες ανόητες ερωτήσεις. Τόσο δημοκράτης, ειλικρινά με θαυμάζω!! Είναι όμως που επιτέλους κατανόησα τι εννοούσαν οι παπαγάλοι κήνσορες της νομιμότητας, όταν υπέβαλαν κάθε συνομιλητή τους σε Ιερά Εξέταση κι όποιον δεν αποκήρυττε τη «Βία απ’ όπου κι αν προέρχεται», τον έψηναν σε μαζικές πυρές στην πλατεία Σόφτεξ, μπαρδόν Συντάγματος. Ο διορισμένος απ’ τον μπαμπά του (άρα καλό παιδί, από οικογένεια νομιμοφρόνων αν κι αντικομμουνιστών και ταγμένος στην υπηρεσία της Πατρίδος) λιμενόμπατσος Μπαλτάκος ο νεώτερος, εντυπωσίασε με τη στιβαρότητα των επιχειρημάτων του, μέσα στο ναό της Δημοκρατίας κι ερμήνευσε εμπράκτως την αληθινή έννοια του «καταδικάζω τη βία, απ’ όπου αλλού κι αν προέρχεται».
Ξεκίνησα απ’ την πλέον τηλεοπτική και γαργαλιστική πλευρά των πρόσφατων γεγονότων, για δύο κυρίως λόγους. Αφενός για να γίνει το κείμενο πιασάρικο και να χτυπήσω νούμερα. Αφετέρου επειδή οι περισσότερες «αναλύσεις» φτάνουν την εμβάθυνσή τους μέχρι αυτού του σημείου. Αν κάποιοι βαριούνται τα μεγάλα κείμενα, πάλι ευχαριστημένοι θα μείνουν. Το σκωπτικό ύφος ίσως να νομίσει κανείς πως οφείλεται σε ελαφρότητα κι επιφανειακή ανάλυση. Όμως υπάρχει κάποιο όριο, όπου αν δεν θέλεις να γίνεις αισχρός, βωμολόχος και χυδαίος, αν δεν γουστάρεις να δώσεις τροφή σ’ εκείνους που αντιπαρέρχονται όλα τα εναντίον τους επιχειρήματα, κολλώντας τους την ταμπελίτσα «λαϊκισμός», αν δεν επιθυμείς εντέλει να παραστήσεις τον τρελό, που γενναία ξιφουλκεί μπροστά σε χίμαιρες, τότε δεν έχεις άλλο τρόπο να εκφραστείς κι η ειρωνεία αποτελεί το τελευταίο καταφύγιο. Όμως στ’ αλήθεια, δεν θα είχα κανένα λόγο να διακόψω τη νιρβάνα της συγγραφικής μου αυτοϊκανοποίησης (κι όλη μέρα τακ-τακ, τακ, τουκ, τουκ-τουκ-τουκ, που ‘λεγε κι ο Ξυλούρης) για έναν μπρατσαρά παραφουσκωμένο σκίνχεντ, έστω κι αν ήταν γιος του Πάπα, πράγμα που θα έγειρε φυσικά τεράστια δογματικά κι ηθικά ζητήματα. Υπάρχουν πράγματα πιο βαθιά που με λερώνουν…
Εντάξει, ας δοκιμάσω να σοβαρευτώ, αν και φοβάμαι πως μπορεί απ’ τα ακροδάχτυλά μου ν’ αναβλύσουν λόγια τα οποία θα μετανιώσω. Ας δοκιμάσω ν’ αφήσω κατά μέρους το σοπάκι και να προσπαθήσω ν’ απαντήσω, πρώτα απ’ όλα στον εαυτό μου, το αρχικό ερώτημα. Γιατί τελικά με χαλάει τόσο πολύ η περίπτωση Μπαλτάκου; «Από πού ν’ αρχίσω, από μπρος ή από πίσω;» όπως είπε ο Ευρω-πέος δανειστής στην αθώα παιδούλα που την έλεγαν Ελλάδα. Λέω να ξεκινήσω απ’ το Στόμα. Ένα στόμα που άνοιξε απότομα, δάγκωσε το χέρι που το χάιδευε, έφτυσε τα κομμάτια του όπως ο σχωρεμένος ο ανταρόλυκος του Ρομπ Σταρκ και μαζί ξέρασε και την αλήθεια. Την αλήθεια που το βόλευε, όταν το βόλευε, που όμως δεν παύει να είναι αλήθεια. Στο ρόλο του Στόματος του Σάουρον, ο πολύ τηλεοπτικός, αν και κάμποσο λούμπεν, Ηλίας Κασιδιάρης, που τουλάχιστον έχει εξ ονόματος και μια δικαιολογία για το άκομψο κούρεμα. Ο Ηλίας σε ρόλο Μάκη, με την κρυφή κάμερα να ξεσκεπάζει τις βρωμιές, στις οποίες κι ο ίδιος συμμετέχει. Ο Ρομπέν των Χαζών μιας τραγελαφικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, το τσιράκι που ονειρεύτηκε να γίνει ο τιμωρός της και να της δώσει τη χαριστική βολή με πισώπλατη μαχαιριά (να σου και πάλι ο Λάνιστερ ο Βασιλοκτόνος, πριν του κόψουν όμως το χέρι).
Ο Μπαλτάκος είναι χαλαρός μπροστά του, νιώθει οικειότητα είναι φανερό. Μιλάει λυμένα, ανθρώπινα, όχι με την ξύλινη γλώσσα του πολιτικάντη, που απευθύνεται σ’ έναν πολιτικό αντίπαλο, έστω με διάθεση συνεννόησης. Τον εμπιστεύεται κι αυτό είναι το λάθος του. Δεν αντιλαμβάνεται καν πως οι ερωτήσεις είναι επιτηδευμένες για να του αποσπάσουν ομολογία, δεν του περνά καν κάτι τέτοιο απ’ το νου. Έχω ξαναγράψει για την οικογενειακή σχέση της ελληνικής Ακροδεξιάς με την πανγεννήτρα Νεοδημοκρατική γαστέρα. Όμως τότε στηριζόμασταν σε δηλώσεις πρώην στελεχών της ΧΑ, που μαρτυρούσαν ότι οι Χρυσαυγίτες οπλοφορούσαν με άδεια, ως δηλωμένοι μπράβοι βουλευτών της ΝΔ κι άλλα πολλά. Ας πούμε ότι τούτοι δεν είναι και οι πλέον αξιόπιστοι μάρτυρες. Τώρα όμως έχουμε αδιάσειστες αποδείξεις, τούτης της στενής σχέσης του δεξιού χεριού του Σαμαρά, με τις παρυφές του βαθέως κράτους και τους παρακρατικούς μπράβους του. Η εμπιστοσύνη που τους δείχνει, μια παλιά καραβάνα της κυνοβουλευτικής καμαρίλας, όπως και ο αβίαστος τρόπος με τον οποίο τους υποτιμά, αποτελούν τον πλέον αδιάψευστο μάρτυρα. Πρόκειται όμως πάνω απ’ όλα για παράδειγμα και μέτρο της έσχατης κατάπτωσης της Αιδήμονος Γ’ Ελληνικής Δημοκρατίας, της λεγόμενης Μεταπολίτευσης. Μπρος στον κίνδυνο να ξεφύγει το πόπολο απ’ τον ασφυκτικό έλεγχο του παλαιοκομματισμού, εξαιτίας της μνημονιακής λαίλαπας που θα σάρωνε τις ανύποπτες ζωούλες τους, έφτασαν να μπάσουν στο προσκήνιο τους μπράβους τους, θαρρώντας πως είναι σε θέση να τους ελέγξουν και τώρα πληρώνουν το τίμημα. Οι άνθρωποι του υποκόσμου και του παρακράτους, έτσι ξέρουνε να κάνουν τις δουλειές τους, εκείνοι οι ίδιοι τους το ‘χουνε διδάξει.
Άλλωστε υπάρχει κανείς που νομίζει πως ο Κασιδιάρης έκανε ό,τι έκανε για να καταδείξει την ανομία του Καθεστώτος Σαμαρά και να υπογραμμίσει το παράνομο των αποφάσεών του και των μνημονιακών νόμων που ψηφίζει κατ’ επίφαση; Πως τάχα ήθελε να ρίξει την κυβέρνηση για να ελευθερώσει το λαό απ’ τα δεσμά της ξενοκρατείας; Εάν ήταν έτσι, θα είχε αποκαλύψει το βίντεο τις μέρες που ψηφιζόταν στο κυνοβούλιο το απεχθές πολυνομοσχέδιο, παραγωγική ταφόπλακα της χώρας, καθ’ ομολογία των ίδιων των συμπολιτευόμενων βουλευτών. Δεν θέλησε όμως να φέρει τον μπάρμπα Φώτη στη δύσκολη θέση να σκεφτεί έστω ν’ αποσύρει τη σιωπηρή στήριξη της ξοφλημένης κυβέρνησης, όπως και τον Βενιζέλο και την παρέα του, δήθεν άσπονδους εχθρούς των φασιστών. Το σημαντικό ήταν να ψηφιστεί το έκτρωμα, να διασφαλιστούν τα συμφέροντα των δανειστών κι έπειτα ν’ αρχίσουμε το παιχνίδι των εκβιασμών. Το παιχνίδι των εκλογών…
Όμως ας μην είμαι αυστηρός με τον Ηλία. Δεν θα τολμούσα ποτέ να μην του πιστώσω την τεράστια δημοσιογραφική κι επικοινωνιακή επιτυχία. Πέρα απ’ τις σκοπιμότητες, πέρα απ’ τους εκβιασμούς, για πρώτη φορά σ’ ένα ολιγόλεπτο βίντεο αποτυπώνονται μ’ εξόφθαλμο τρόπο, πράγματα που όλοι γνωρίζαμε, όμως όποιος τολμούσε να τα πει χαρακτηριζόταν παραχρήμα ως λαϊκιστής και συνωμοσιολόγος. Βλέπετε, δεν ήταν στ’ αλήθεια το ναζιστικό Στόμα που έκανε τις αποκαλύψεις, αλλά η αδιάψευστη κάμερα. Αποτυπώνεται με πλήρη γλαφυρότητα, ένας πρωθυπουργός ο οποίος αποδεικνύεται πως καταπατά το Πολίτευμα, οργανώνοντας σκευωρίες εναντίον πολιτικών του αντιπάλων και συλλαμβάνοντας βουλευτές της αντιπολίτευσης με στημένα ή ανύπαρκτα στοιχεία. Όχι για χάρη της νομιμότητας ή της ηθικής, αλλά για χάρη των κουκιών. Που διορίζει ανώτατους δικαστικούς με ρουσφέτι κι ύστερα βάζει την "Ανεξάρτητη Δικαιοσύνη" να δράσει κατ' εντολήν. Έναν πρωθυπουργό που κυβερνά μέσω του βαθέως κράτους, του παρακράτους, στήνοντας ακόμα και κάλπικες τρομοκρατικές επιθέσεις με αδέσποτες σφαίρες στο γραφείο του, όπως θυμόμαστε απ’ το πρόσφατο παρελθόν. Ένας πρωθυπουργός της πιο μαύρης εκτροπής του πολιτεύματος που έχει γνωρίσει η γενιά μας.
Αποδεικνύεται ακόμα πως η (ας την πούμε) Δικαιοσύνη στην χώρα της φαιδράς πορτοκαλέας, τιμωρεί αυστηρά όποιον την πληροφορήσουν πως δεν είναι Χριστιανός, χωρίς να χρειαστεί ν’ αποδεικνύονται περαιτέρω εγκλήματα, αρκεί ο ινστρούκτορας να ‘ναι από υπουργός και πάνω. Η μη συμμόρφωσις προς τας χριστιανικάς αρχάς, αποτελεί από μόνη της έγκλημα καθοσιώσεως. Επίσης, η καταγωγή από χωριό γειτονικό της ιδιαίτερης πατρίδας ενός πρωθυπουργού, αποτελεί επαρκές προσόν διορισμού ανώτατου δικαστικού, ώστε κατόπιν να κρίνει τις πράξεις του ίδιου του κυβερνήτου. Τόση μπόχα, σαπίλα κι εξευτελισμός του δήθεν δημοκρατικού πολιτεύματος, συμπυκνωμένα μέσα σ’ ένα μικρό βίντεο, είναι κάτι που δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητο. Όλη η πολιτική κακοδαιμονία τούτης της ταλαίπωρης χώρας αποτυπωμένη με τον πλέον χυδαίο κι απροκάλυπτο τρόπο, με μια φυσικότητα τόσο αφοπλιστική, που συγκλονίζει. Όταν νομίζουν πως δεν τους βλέπουν οι αδηφάγες κάμερες, όλα τούτα είναι για δαύτους δεδομένα και προφανώς θεμιτά.
Όμως η εμετική παθογένεια που ανάβλυσε σαν αποφορά σαπισμένου κουφαριού, του σαπρού κορμιού μιας χώρας που ακολουθεί την πολιτική της ηγεσία στο χαμό, δεν σταματά στην κυβέρνηση, ούτε στα δοτά ΜΜΕ, που έχουν ανάγει το λειτούργημα της πληροφόρησης σε σκοταδιστική διαστροφή, όπου αληθές εστί το του αφεντός ξυμφέρον. Σύσσωμο το κίνημα των παπαγάλων, όπως ήταν αναμενόμενο, θυμήθηκε την «πολιτική σταθερότητα» και τη «ναζιστική απειλή» και καθάρισε. Η στάση της αντιπολίτευσης όμως, της αξιωματικής ιδιαίτερα, αποτελεί άλλο ένα χαστούκι στο μάγουλο όσων ακόμα διατηρούν ψευδαισθήσεις περί αλλαγής του πολιτικού κατεστημένου αυτής της χώρας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, που σε κάθε ευκαιρία δεν παύει να τονίζει τον αυταρχισμό και την αντιδημοκρατικότητα της κυβέρνησης των σφετεριστών της λαϊκής εντολής, θα περίμενε τώρα που υπάρχουν αδιάσειστες αποδείξεις για το βίο και την πολιτεία της, να έχει κρεμαστεί στα κάγκελα, να καταθέτει πρόταση μομφής και να ζητά την παραίτηση της κυβέρνησης, η οποία δεν έχει αφήσει θεσμό του πολιτεύματος που να μην έχει αλώσει, ούτε άρθρο του Συντάγματος που να μην το έχει χρησιμοποιήσει ως χαρτί υγείας.
Όμως παραδόξως στη συγκεκριμένη περίπτωση, στην Κουμουνδούρου φαίνεται να επικεντρώνονται στο θέμα των σχέσεων ΝΔ-ΧΑ, χωρίς να δίνουν δεκάρα για τις πολιτειακές εκτροπές που αποκαλύπτονται από το επίμαχο βίντεο. Αντί να απαιτήσουν και να επιδιώξουν την πτώση της επάρατης κυβέρνησης, ζήτησαν απλά την αποπομπή Μπαλτάκου, ο οποίος έτσι κι αλλιώς παραιτήθηκε. Ίσως επειδή ο αποδιοπομπαίος τράγος αποκάλυψε άθελά του ότι ο ΣΥΡΙΖΑ (με εξαίρεση τον Μ. Γλέζο και την Ζ. Κωνσταντοπούλου) υπερψήφισε μια ολοφάνερα στημένη πολιτική δίωξη και τώρα νιώθει κι εκείνος εκτεθειμένος. Όσο για το επαναστατικό ΚΚΕ, απ’ την όλη υπόθεση το μόνο που το ενόχλησε είναι και πάλι ο αποδιοπομπαίος τράγος, ως δηλωμένος αντικομμουνιστής. Πάλι καλά που οι ΑΝΕΛ, μέσω του Ν. Μαριά προσπάθησαν να περισώσουν την τιμή του πολιτικού συστήματος, όμως δυστυχώς γι’ αυτούς δεν διαθέτουν τον απαιτούμενο αριθμό βουλευτών για να καταθέσουν πρόταση μομφής, οπότε είναι αναγκασμένοι να αποτείνονται στις «δημοκρατικές ευαισθησίες» των υπόλοιπων αντιπολιτευόμενων. Για τον μπάρμπα Φώτη δεν θα πω τίποτε, καθώς δεν λογίζεται ως αντιπολιτευόμενος, ασχέτως της υποκριτικής του αποχώρησης απ’ την κυβέρνηση.
Όμως το χειρότερο, εκείνο που ίσως με σόκαρε περισσότερο απ’ όλα τ’ άλλα, δεν είναι ο παχυδερμισμός της κυβέρνησης, ούτε η αιδήμων σιωπή της αντιπολίτευσης, ούτε καν ο Εφιάλτης του Καστελόριζου που θεώρησε πως βρήκε την κατάλληλη ευκαιρία, ώστε να ξαναχτίσει το δημοκρατικό, σοσιαλιστικό του προφίλ. Είναι η αταραξία του πόπολου, που δεν ιδρώνει πια τ’ αυτί του μπροστά σε καμμία ατιμία, που δεν δείχνει την παραμικρή ευαισθησία προς υπεράσπιση των δημοκρατικών του κατακτήσεων, έστω του κύρους των θεσμών. Το έσχατο στάδιο της κατάπτωσης, δεν είναι να υφίστασαι την αδικία, αλλά να τη συνηθίζεις και να συμβιβάζεσαι μ’ αυτήν. Ο πολιτικός μιθριδατισμός και η πλήρης αφασία δείχνουν γι’ άλλη μια φορά το εύρος της διάδοσής τους κι αποτελούν το πλέον αδιάψευστο σημάδι της τελικής φάσης του καρκίνου που κατατρώει σύσσωμη την ελληνική κοινωνία. Το ψάρι βρωμάει μεν απ’ το κεφάλι, όμως η σήψη δεν σταματά ποτέ εκεί, μέχρι να σαπίσει και το τελευταίο υγιές κύτταρο, ως τα βάθη των σωθικών του.
Όμως αρκετά μέχρι εδώ. Το λιθαράκι μου ξαστόχησε κι η μεθυσμένη πολιτεία θα συνεχίσει να παραπαίει ανενόχλητη στην άκρη του γκρεμού, μέχρι να βρεθεί κάποιος με χέρι και καρδιά και με μάτι που κόβει, να τη βρει στο δοξαπατρί και να τη σωριάσει εκεί που της αξίζει, στην Άβυσσο της Λήθης. Μέχρι τότε, θα συνεχίσω να ζω προσπαθώντας να συγκρατήσω την αναγούλα που ανεβαίνει από μέσα μου σε κύματα, κάθε φορά που έρχομαι έστω σε ξώφαλτση επαφή με το πολιτικό και κοινωνικό γίγνεσθαι αυτού του τόπου. Πού θα πάει, ίσως κι εγώ κάποτε να συνηθίσω την αποφορά τους…
πηγή: Otto Great Chaos
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου