Οι κύκλοι του φωτός, η εναλλαγή της μέρας και της νύχτας γιορτάστηκαν και αντιμετωπίστηκαν ως μια έκφραση του κύκλου της ζωής από πολλούς λαούς. Οι γιορτές της ισημερίας, οι τελετές για τη μεγαλύτερη μέρα και νύχτα, για το καλοκαίρι και τις δραστηριότητές του και βέβαια οι γιορτές της άνοιξης. Οι μέρες και οι εποχές με τις ιδιαιτερότητές τους σηματοδοτούσαν το πέρασμα σε μια νέα φάση. Ίχνη απ’ τις γιορτές αυτές φτάνουν μέχρι σήμερα. Ωστόσο, για να είμαστε ειλικρινείς, λίγα πια έχουν απομείνει απ’ τις εναλλαγές αυτές, για να γιορτάσουμε.
Η διαταραχή των εποχών, όπου συχνά απουσιάζει η άνοιξη και το φθινόπωρο και επικρατούν έντονα καλοκαίρια και χειμώνες, με απότομες μεταβολές και ξεσπάσματα, θα λέγαμε ότι ταιριάζει σε καιρούς που με απληστία απορροφούν και εξαντλούν ό,τι υποπέσει στις εφήμερες διαθέσεις τους. Συνήθως, φτάνουμε στα πιο μεγάλα και σημαντικά, καθοδηγούμενοι απ’ τα μικρότερα και τα πιο ασήμαντα.
Κάπως έτσι συμβαίνει και σ’ αυτή την περίπτωση. Ίσως, από συνήθεια και κεκτημένη ταχύτητα, λίγοι από εμάς ως τώρα έχουν σκεφτεί πόσο μας λείπει η αληθινή νύχτα. Ιδιαίτερα στις πόλεις ζούμε σε συνθήκες ορνιθοτροφείου. Υποβαλλόμαστε σε μόνιμες και σταθερές συνθήκες φωτός, ωσάν τις όρνιθες στα ορνιθοτροφεία, προκειμένου να μην παύει ποτέ ο κύκλος της παραγωγής και κατανάλωσης. Αυτός είναι ο μόνος που μένει αδιατάραχτος κι ο μόνος που έμεινε να «γιορτάζεται» πραγματικά. Αληθινό σκοτάδι δε συναντάμε σχεδόν ποτέ σε μια μεγάλη πόλη, «που ποτέ δεν κοιμάται». Τα φώτα κατακλύζουν και εισβάλλουν σε κάθε πτυχή ύπνου και ξύπνιου∙ φωτάκια και γλόμποι του δρόμου, ημίφως και ατμοσφαιρικοί λαμπτήρες. Ζούμε, πράγματι, σε μια πολύ …φωτισμένη εποχή.
Δεν είναι δυνατό να μη θυμηθούμε τον μονόλογο του Τάκη Μόσχου στην ταινία «Η πόλη ποτέ δεν κοιμάται»:
Γεννήθηκα σ’ αυτή την πόλη∙ μεγάλωνα και γύρω μου μεγάλωναν χιλιάδες άλλα παιδιά, σαν και μένα. Περπάτησα ύποπτους δρόμους, νυχτερινούς, είδα θλιβερές εικόνες σε ξεχασμένες γειτονιές, έτρεξα ανάμεσα από μανιασμένους ανθρώπους που ’τρεχαν κι αυτοί∙ προς τα πού δεν ξέρω και φοβάμαι πως ούτε κι αυτοί ξέρουνε. Ξενύχτησα σε πλατείες που φωτίζονται από σπασμένους γλόμπους, έπαιξα άγρια παιγνίδια, πολύ άγρια παιγνίδια, με φοβερές μούρες κι έκλαψα∙ κάτω από ένα μπαλκόνι του τέταρτου ορόφου. Κόσμος γύρω μαζεμένος να κοιτάει τον πεσμένο κι εγώ, παράμερα μονάχος, να ξέρω το γιατί.
Γεννήθηκα σ’ αυτή την πόλη κι έχω αναπνεύσει μπόλικο καυσαέριο και καμένα λάδια από εξατμίσεις και μοτέρ, υστερικά μοτέρ, που ουρλιάζουν μέσα σε τρυφερές νύχτες. […] Γεννήθηκα σ’ αυτή την πόλη και νικήθηκα. Νικήθηκα από σαΐνια που είχαν κάνει στο πεζοδρόμιο περισσότερα χιλιόμετρα από μένα. Και ξέρεις τι καταλάβαινα κάθε φορά που έτρωγα άλλη μια γροθιά στο στομάχι; Θες να μάθεις τι καταλάβαινα; Έχουμε βουτήξει, φίλε, στα βαθιά νερά, έχουμε βουτήξει στα βαθιά νερά και μας μένει ένα πράγμα∙ μόνο ένα πράγμα μας μένει∙ να μάθουμε να κολυμπάμε. Πρώτα να μάθουμε να κολυμπάμε και μετά να κοιτάξουμε, αν υπάρχει τριγύρω μας στεριά.
Είμαι ένα παιδί αυτής της πόλης, εδώ, αυτής της θάλασσας, αυτής της βρώμικης θάλασσας, όπως είσαι κι εσύ κι αυτός κι όλοι και πρέπει να μάθουμε να μη βουλιάζουμε, φίλε, να κολυμπάμε μέρα-νύχτα, μέρα-νύχτα χωρίς σταματημό, γιατί… η πόλη ποτέ δεν κοιμάται. […]
πηγή: Anarchypress.gr
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου