Το μνημονιακό μόρφωμα της «υπεύθυνης» αριστεράς έχει βαλθεί να καταθέσει ένα νέο νομοσχέδιο, χαρακτηρίζοντάς το ως «αντιρατσιστικό». Βέβαια, οι αντιπαραθέσεις δεν λείπουν στους κόλπους του. Η κατάσταση, πάντως, δείχνει πως το κόμμα του Κουβέλη, μετά από επιταγή των ευρωπαίων πατρώνων του, προωθεί μετά μανίας αυτό το νομοσχέδιο στην αιτιολογική έκθεση του οποίου αναφέρεται ότι σκοπός του είναι η «αποτελεσματικότερη καταπολέμηση των εκδηλώσεων ρατσισμού και της ξενοφοβίας, καθώς και των εγκλημάτων που τελούνται με τέτοια κίνητρα». Τα ριζοσπαστικά αριστερά στηρίγματα του κοινοβουλίου φυσικά και είναι σύμφωνα με αυτό, αφού έχουν την αυταπάτη ότι με αυτό τον τρόπο θα αναχαιτισθεί η Χρυσή Αυγή, μιας και μετά την αποσύνθεση των μεγάλων κομμάτων ΠΑΣΟΚ και ΝΔ έχουν όλοι το ίδιο εκλογικό «πελατολόγιο». Και είναι αλήθεια, ότι ο ρόλος των ψηφοφόρων είναι να τριγυρνάνε από μαγαζί σε μαγαζί για να βρουν τις καλύτερες «προσφορές». Είναι, όμως, η μοναδική επιδίωξη του νομοσχεδίου ο πόλεμος κατά της ακροδεξιάς εθνικιστικής τάσης του εξουσιαστικού μπλοκ και η ταυτόχρονη αποκομιδή στα υπόλοιπα κόμματα των περιφερόμενων ψηφοφόρων;
Η σαμαρική νέα δημοκρατία, εκεί που δεν ήθελε ούτε να το συζητήσει, καταθέτει δικό της «αντιρατσιστικό» νόμο που συμπληρώνει και τροποποιεί άρθρα του ν. 927/79, με σκοπό να συναγωνιστεί τους υπόλοιπους εταίρους στην διακυβέρνηση (ή μήπως μετά την άρνησή της κάποιοι από τους συνεταίρους τους έσπευσαν αν τους τρίξουν τα δόντια;) αφού και το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ κατέθεσε κι αυτό τη δική του πρόταση.
Να υπενθυμίσουμε, ακόμη, ότι όταν η προηγούμενη κυβέρνηση της Καραμανλικής ΝΔ είχε εισηγηθεί το 2008 ένα ίδιο νομοσχέδιο, το όποιο θα πατούσε πάνω στην Απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου (της Ευρώπης) της 28-11-2008, η οποία βασίζεται στην προϊσχύουσα Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στα άρθρα 29, 31 και 34§2 στοιχ. β΄ (ήδη άρθρα 67§3 και 83 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), άπαντες οι αριστεροί και σοσιαλιστές είχαν βαλθεί, τότε, να το καταδικάσουν. Η πολιτική σκοπιμότητα των περιόδων τότε και τώρα είναι εμφανής οπότε πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις που δεν θα τις έλεγε κάποιος και …καλοπροαίρετες.
Ανεξάρτητα από το ποια εκδοχή από τις τρεις θα ψηφιστεί τελικά, το βέβαιο είναι πως το ενδιαφέρον βρίσκεται στην ουσία αυτών των νομοθετημάτων που αφορά στην ακόμα πιο συστηματική φίμωση γνώμης, στην καθιέρωση ακόμα πιο συστηματικού έλεγχου της σκέψης.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τα άρθρα του ΔΗΜΑΡικού νομοσχεδίου, επειδή αποτελεί και το πρότυπο με βάση το οποίο εκδηλώνονται οι διαφοροποιήσεις.
Στο άρθρο 2, λοιπόν, του νομοσχεδίου, εισάγεται ο όρος της «εχθροπάθειας», αναφερόμενος τόσο στην καλλιέργεια όσο και στην εξωτερίκευση αισθημάτων μίσους και αντιπαλότητας. Η αντιπαλότητα είναι μια έννοια τόσο γενική που είναι πολύ εύκολο να «απλωθεί» όσο βολεύει το κράτος, με σκοπό σε πρώτη φάση τον παραδειγματισμό, αλλά και τη δημιουργία δεδικασμένου.
Το άρθρο 3 του νομοσχεδίου προφανώς και ποινικοποιεί τις εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας καθώς και, όπως αναφέρεται στο αιτιολογικό, «απαιτείται να εκτιμάται κάθε φορά η προσφορότητα του συγκεκριμένου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις μέσα στις οποίες εκδηλώνεται η υπό κρίση συμπεριφορά, όσο και την ενδεχόμενη προσβολή των γενικότερων συνθηκών που εξασφαλίζουν την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση (δημόσια τάξη)». Επίσης ανάγει τον γραπτό λόγο σε ίσης βαρύτητας με τον προφορικό χωρίς καμιά απαλλακτική διάθεση, πράγμα πολύ σημαντικό στην κατάθεση απόψεων και την έκφραση γνώμης. Αναλόγως, δηλαδή, των κοινωνικών συνθηκών το κράτος «θα κόβει και θα ράβει» σύμφωνα με τα συμφέροντά του, για να υπερασπιστεί τη δημόσια τάξη προσθέτοντας απλά περισσότερες κατηγορίες.
Να μην ξεχνάμε και τον «αντιτρομοκρατικό», όπου πλέον είναι αναμενόμενες οι παραπομπές σε αυτόν, είτε πρόκειται για διαδηλωτές, είτε για δολοφόνους. Τα υπόλοιπα που αναφέρονται είναι σχετικά με τα διοικητικά πρόστιμα και την ενίσχυση του κρατικού ταμείου.
Θα πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε, ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου έχει και μια «περίεργη» αναφορά στην έννοια της πολυπολιτισμικότητας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι: «εν όψει των σοβαρών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας κατά τη μετάβασή της σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου η ισότιμη προστασία όλων των ατόμων, [..], προβάλλει ως πρωταρχική υποχρέωση του κράτους». Στην ουσία το κράτος, σε αυτό το σημείο, μας δείχνει την εικόνα του μέλλοντος στον ελλαδικό χώρο, μια κατάσταση επιβεβλημένη από την επιλογή της ενοποιημένης κυριαρχίας για την μετακίνηση πληθυσμών στη Γη (με αφορμή πολέμους, φτηνό εργατικό δυναμικό και σκοπιμότητες αποσύνθεσης των ήδη υπαρχουσών καταστάσεων σε διάφορες κοινωνίες, όπως αυτή του ελλαδικού χώρου). [Στο φύλο 93 της Διαδρομής Ελευθερίας, Απρίλιος 2010, υπάρχει κατατεθειμένη άποψη για το πώς η πολυπολιτισμικότητα λειτουργεί υπέρ της κυριαρχίας.]
Το άρθρο 4 παρουσιάζει έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο ποινικοποίησης της γνώμης και της άποψης. Φυσικά και δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε το κράτος για τις καλές του προθέσεις. Δεν το κάναμε ποτέ και σίγουρα δεν μας δίνει το άλλοθι να το κάνουμε τώρα. Το άρθρο 4 αναφέρεται στην ποινικοποίηση τής άρνησης «προφορικά ή διά του τύπου ή μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει ή αρνείται ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας», στο πλαίσιο των αποφάσεων του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και του Διεθνούς Στρατοδικείου (!!), όπως συνετάχθη από τους «νικητές» της 2ης ανθρωποσφαγής.
Στο αιτιολογικό, όμως, έχει μια περίεργη αναφορά στην επιστημονική έρευνα. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Η ποινική απαξία των συγκεκριμένων συμπεριφορών συνίσταται στην κακόβουλη άρνηση ή εκμηδένιση ιστορικών γεγονότων κατά τρόπο που να θίγεται η δημόσια τάξη, χωρίς, σε καμία περίπτωση, να επιδιώκεται η απαγόρευση ή ιδεολογική χειραγώγηση της επιστημονικής έρευνας». Προσδιορίζει, δηλαδή, την έρευνα ως «επιστημονική», φανταζόμαστε μόνον εάν υλοποιείται από κρατικό φορέα ή έστω αν είναι αποδεκτό από το κράτος. Το κράτος, δηλαδή, θέλει να έχει το προνόμιο της «εξουσιοδότησης» της έρευνας, όπως ακριβώς έκανε με άτομα σαν τη …Ρεπούση. Τα ιστορικά δεδομένα ξέρουμε πολύ καλά ότι αναθεωρούνται με το πέρασμα των χρόνων κυρίως για λόγους πολιτικής σκοπιμότητος και εντελώς δευτερευόντως για την αποκατάσταση της αλήθειας. Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, ότι το «δικαίωμα στην έρευνα», αλλά ακόμα και η ίδια η «άδεια» ή «αναγνώριση» τού κατά πόσον υπάρχει έρευνα ή όχι, ορίζεται από εξουσιαστικά και κρατικά κριτήρια. Αυτό εγείρει ένα πολύ σημαντικό θέμα, αφού η κάθε έρευνα για κάποιο ζήτημα, μπορεί να έχει διαφορετική πρόθεση από μια άλλη, να είναι ιστορικής φύσης ή απλά προπαγανδιστική. Η εξομοίωση του προφορικού με το γραπτό λόγο είναι ακόμα ένα ζήτημα που σηκώνει αρκετή αντιπαράθεση καθώς και το «παράθυρο» για τον έλεγχο των απόψεων που αναρτούνται στο διαδίκτυο.
Η σημαντικότητα που έχει η προσπάθεια ελέγχου των αναρτήσεων στο διαδίκτυο φαίνεται από τη λεπτομερέστατη αναφορά που γίνεται στα πληροφοριακά συστήματα στο άρθρο 5, καθώς και από την αναφορά στον όρο «εδαφικότητα».
Η προσπάθεια επιβολής του οποιουδήποτε νόμου έχει καθαρά κατασταλτικούς στόχους. Οι αριστεροί και οι κινηματίες αντιφασιστές μπορούν να επιχαίρουν και να σιωπούν επειδή φαινομενικά το νομοσχέδιο υποτίθεται πως στρέφεται εναντίον της Χρυσής Αυγής. Όμως εμείς ως αναρχικοί δεν υπάρχει περίπτωση να συναινέσουμε σε οποιασδήποτε μορφής νομοσχέδιο ή νόμου που εκπορεύεται από τους εξουσιαστές, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν τα νομοσχέδια που απεργάζονται οι συγκυβερνήτες στρέφεται ενάντια στην έκφραση γνώμης που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται υπό διωγμό με μια σειρά άλλα παρόμοιου είδους νομοθετήματα.
Δεν σιωπούμε επειδή ένα μέτρο του κράτους στρέφεται πραγματικά ή υποθετικά κατά των ακροδεξιών. Γνωρίζουμε πως οι νόμοι του κράτους στρέφονται στην ουσία κατά αυτών που ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ αγωνίζονται ή πρόκειται να αγωνιστούν στο μέλλον ενάντια στο κράτος, την εξουσία και την εκμετάλλευση. ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει ούτε στιγμή από το μυαλό.
Επομένως εάν οι ακροδεξιοί αντιστρατεύονται αυτά τα νομοσχέδια για τους δικούς του πολιτικούς κι εξουσιαστικούς λόγους, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να μείνουμε σιωπηλοί και απαθείς. Επειδή οι δικοί μας λόγοι σε αντίθεση με το κράτος είναι πραγματικοί, ουσιαστικοί και απελευθερωτικοί. Τα νομοσχέδια αυτά είναι τρομοκρατικά, είναι απολυταρχικά, είναι εχθρικά προς τα μόνα που θεωρούμε πως πρέπει να υπερασπιζόμαστε αδιάλλακτα και να τα διατηρούμε αλώβητα από κάθε εξουσιαστική επιβολή: ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΓΝΩΜΗΣ. Αν μας σκλαβώσουν το μυαλό, τότε θα νικήσουν!
Όσο για τον υποτιθέμενο αντιρατσισμό, καλύτερα να μην επεκταθούμε. Επειδή οι χειρότεροι ρατσιστές είναι το κράτος και όσοι (αριστεροί, δεξιοί, ακροδεξιοί, εθνικόφρονες, δημοκράτες, κομμουνιστές, σοσιαλιστές κλπ) εκμεταλλεύονται οικονομικά και πολιτικά τον πόνο και την απόγνωση των ανθρώπων.
Και κάτι τελευταίο. Ό,τι κατασκευάζεται με πρόσχημα τον δήθεν περιορισμό της Χρυσής Αυγής (στην προκειμένη περίπτωση ή για γενικότερα εγκληματικές πράξεις στο παρελθόν), την ίδια στιγμή είναι ένα κατασταλτικό μέσο εναντίον των αναρχικών. Άλλωστε, η ιστορία είναι αρκούντως διδακτική…
Η σαμαρική νέα δημοκρατία, εκεί που δεν ήθελε ούτε να το συζητήσει, καταθέτει δικό της «αντιρατσιστικό» νόμο που συμπληρώνει και τροποποιεί άρθρα του ν. 927/79, με σκοπό να συναγωνιστεί τους υπόλοιπους εταίρους στην διακυβέρνηση (ή μήπως μετά την άρνησή της κάποιοι από τους συνεταίρους τους έσπευσαν αν τους τρίξουν τα δόντια;) αφού και το σοσιαλιστικό ΠΑΣΟΚ κατέθεσε κι αυτό τη δική του πρόταση.
Να υπενθυμίσουμε, ακόμη, ότι όταν η προηγούμενη κυβέρνηση της Καραμανλικής ΝΔ είχε εισηγηθεί το 2008 ένα ίδιο νομοσχέδιο, το όποιο θα πατούσε πάνω στην Απόφαση-πλαίσιο 2008/913/ΔΕΥ του Συμβουλίου (της Ευρώπης) της 28-11-2008, η οποία βασίζεται στην προϊσχύουσα Συνθήκη για την Ευρωπαϊκή Ένωση και ιδίως στα άρθρα 29, 31 και 34§2 στοιχ. β΄ (ήδη άρθρα 67§3 και 83 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης), άπαντες οι αριστεροί και σοσιαλιστές είχαν βαλθεί, τότε, να το καταδικάσουν. Η πολιτική σκοπιμότητα των περιόδων τότε και τώρα είναι εμφανής οπότε πρέπει να μας βάζει σε σκέψεις που δεν θα τις έλεγε κάποιος και …καλοπροαίρετες.
Ανεξάρτητα από το ποια εκδοχή από τις τρεις θα ψηφιστεί τελικά, το βέβαιο είναι πως το ενδιαφέρον βρίσκεται στην ουσία αυτών των νομοθετημάτων που αφορά στην ακόμα πιο συστηματική φίμωση γνώμης, στην καθιέρωση ακόμα πιο συστηματικού έλεγχου της σκέψης.
Ας δούμε πιο συγκεκριμένα τα άρθρα του ΔΗΜΑΡικού νομοσχεδίου, επειδή αποτελεί και το πρότυπο με βάση το οποίο εκδηλώνονται οι διαφοροποιήσεις.
Στο άρθρο 2, λοιπόν, του νομοσχεδίου, εισάγεται ο όρος της «εχθροπάθειας», αναφερόμενος τόσο στην καλλιέργεια όσο και στην εξωτερίκευση αισθημάτων μίσους και αντιπαλότητας. Η αντιπαλότητα είναι μια έννοια τόσο γενική που είναι πολύ εύκολο να «απλωθεί» όσο βολεύει το κράτος, με σκοπό σε πρώτη φάση τον παραδειγματισμό, αλλά και τη δημιουργία δεδικασμένου.
Το άρθρο 3 του νομοσχεδίου προφανώς και ποινικοποιεί τις εκδηλώσεις ρατσισμού και ξενοφοβίας καθώς και, όπως αναφέρεται στο αιτιολογικό, «απαιτείται να εκτιμάται κάθε φορά η προσφορότητα του συγκεκριμένου κινδύνου, λαμβάνοντας υπόψη τόσο τις ειδικότερες συνθήκες και περιστάσεις μέσα στις οποίες εκδηλώνεται η υπό κρίση συμπεριφορά, όσο και την ενδεχόμενη προσβολή των γενικότερων συνθηκών που εξασφαλίζουν την ειρηνική και ομαλή κοινωνική συμβίωση (δημόσια τάξη)». Επίσης ανάγει τον γραπτό λόγο σε ίσης βαρύτητας με τον προφορικό χωρίς καμιά απαλλακτική διάθεση, πράγμα πολύ σημαντικό στην κατάθεση απόψεων και την έκφραση γνώμης. Αναλόγως, δηλαδή, των κοινωνικών συνθηκών το κράτος «θα κόβει και θα ράβει» σύμφωνα με τα συμφέροντά του, για να υπερασπιστεί τη δημόσια τάξη προσθέτοντας απλά περισσότερες κατηγορίες.
Να μην ξεχνάμε και τον «αντιτρομοκρατικό», όπου πλέον είναι αναμενόμενες οι παραπομπές σε αυτόν, είτε πρόκειται για διαδηλωτές, είτε για δολοφόνους. Τα υπόλοιπα που αναφέρονται είναι σχετικά με τα διοικητικά πρόστιμα και την ενίσχυση του κρατικού ταμείου.
Θα πρέπει, επίσης, να αναφέρουμε, ότι στην αιτιολογική έκθεση του νομοσχεδίου έχει και μια «περίεργη» αναφορά στην έννοια της πολυπολιτισμικότητας. Αναφέρεται χαρακτηριστικά, ότι: «εν όψει των σοβαρών προκλήσεων που αντιμετωπίζει σήμερα η χώρα μας κατά τη μετάβασή της σε μια πολυπολιτισμική κοινωνία, όπου η ισότιμη προστασία όλων των ατόμων, [..], προβάλλει ως πρωταρχική υποχρέωση του κράτους». Στην ουσία το κράτος, σε αυτό το σημείο, μας δείχνει την εικόνα του μέλλοντος στον ελλαδικό χώρο, μια κατάσταση επιβεβλημένη από την επιλογή της ενοποιημένης κυριαρχίας για την μετακίνηση πληθυσμών στη Γη (με αφορμή πολέμους, φτηνό εργατικό δυναμικό και σκοπιμότητες αποσύνθεσης των ήδη υπαρχουσών καταστάσεων σε διάφορες κοινωνίες, όπως αυτή του ελλαδικού χώρου). [Στο φύλο 93 της Διαδρομής Ελευθερίας, Απρίλιος 2010, υπάρχει κατατεθειμένη άποψη για το πώς η πολυπολιτισμικότητα λειτουργεί υπέρ της κυριαρχίας.]
Το άρθρο 4 παρουσιάζει έναν πολύ ενδιαφέροντα τρόπο ποινικοποίησης της γνώμης και της άποψης. Φυσικά και δεν μπορούμε να εμπιστευτούμε το κράτος για τις καλές του προθέσεις. Δεν το κάναμε ποτέ και σίγουρα δεν μας δίνει το άλλοθι να το κάνουμε τώρα. Το άρθρο 4 αναφέρεται στην ποινικοποίηση τής άρνησης «προφορικά ή διά του τύπου ή μέσω του διαδικτύου ή με οποιοδήποτε άλλο μέσο ή τρόπο, εγκωμιάζει ή αρνείται ή εκμηδενίζει τη σημασία εγκλημάτων γενοκτονίας», στο πλαίσιο των αποφάσεων του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου και του Διεθνούς Στρατοδικείου (!!), όπως συνετάχθη από τους «νικητές» της 2ης ανθρωποσφαγής.
Στο αιτιολογικό, όμως, έχει μια περίεργη αναφορά στην επιστημονική έρευνα. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Η ποινική απαξία των συγκεκριμένων συμπεριφορών συνίσταται στην κακόβουλη άρνηση ή εκμηδένιση ιστορικών γεγονότων κατά τρόπο που να θίγεται η δημόσια τάξη, χωρίς, σε καμία περίπτωση, να επιδιώκεται η απαγόρευση ή ιδεολογική χειραγώγηση της επιστημονικής έρευνας». Προσδιορίζει, δηλαδή, την έρευνα ως «επιστημονική», φανταζόμαστε μόνον εάν υλοποιείται από κρατικό φορέα ή έστω αν είναι αποδεκτό από το κράτος. Το κράτος, δηλαδή, θέλει να έχει το προνόμιο της «εξουσιοδότησης» της έρευνας, όπως ακριβώς έκανε με άτομα σαν τη …Ρεπούση. Τα ιστορικά δεδομένα ξέρουμε πολύ καλά ότι αναθεωρούνται με το πέρασμα των χρόνων κυρίως για λόγους πολιτικής σκοπιμότητος και εντελώς δευτερευόντως για την αποκατάσταση της αλήθειας. Αντιλαμβανόμαστε, επίσης, ότι το «δικαίωμα στην έρευνα», αλλά ακόμα και η ίδια η «άδεια» ή «αναγνώριση» τού κατά πόσον υπάρχει έρευνα ή όχι, ορίζεται από εξουσιαστικά και κρατικά κριτήρια. Αυτό εγείρει ένα πολύ σημαντικό θέμα, αφού η κάθε έρευνα για κάποιο ζήτημα, μπορεί να έχει διαφορετική πρόθεση από μια άλλη, να είναι ιστορικής φύσης ή απλά προπαγανδιστική. Η εξομοίωση του προφορικού με το γραπτό λόγο είναι ακόμα ένα ζήτημα που σηκώνει αρκετή αντιπαράθεση καθώς και το «παράθυρο» για τον έλεγχο των απόψεων που αναρτούνται στο διαδίκτυο.
Η σημαντικότητα που έχει η προσπάθεια ελέγχου των αναρτήσεων στο διαδίκτυο φαίνεται από τη λεπτομερέστατη αναφορά που γίνεται στα πληροφοριακά συστήματα στο άρθρο 5, καθώς και από την αναφορά στον όρο «εδαφικότητα».
Η προσπάθεια επιβολής του οποιουδήποτε νόμου έχει καθαρά κατασταλτικούς στόχους. Οι αριστεροί και οι κινηματίες αντιφασιστές μπορούν να επιχαίρουν και να σιωπούν επειδή φαινομενικά το νομοσχέδιο υποτίθεται πως στρέφεται εναντίον της Χρυσής Αυγής. Όμως εμείς ως αναρχικοί δεν υπάρχει περίπτωση να συναινέσουμε σε οποιασδήποτε μορφής νομοσχέδιο ή νόμου που εκπορεύεται από τους εξουσιαστές, πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν τα νομοσχέδια που απεργάζονται οι συγκυβερνήτες στρέφεται ενάντια στην έκφραση γνώμης που έτσι κι αλλιώς βρίσκεται υπό διωγμό με μια σειρά άλλα παρόμοιου είδους νομοθετήματα.
Δεν σιωπούμε επειδή ένα μέτρο του κράτους στρέφεται πραγματικά ή υποθετικά κατά των ακροδεξιών. Γνωρίζουμε πως οι νόμοι του κράτους στρέφονται στην ουσία κατά αυτών που ΠΡΑΓΜΑΤΙΚΑ αγωνίζονται ή πρόκειται να αγωνιστούν στο μέλλον ενάντια στο κράτος, την εξουσία και την εκμετάλλευση. ΟΙ ΝΟΜΟΙ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ ΣΤΡΕΦΟΝΤΑΙ ΕΝΑΝΤΙΑ ΣΤΟ ΣΥΝΟΛΟ ΤΟΥ ΚΟΙΝΩΝΙΚΟΥ ΧΩΡΟΥ. Αυτό δεν πρέπει να μας διαφεύγει ούτε στιγμή από το μυαλό.
Επομένως εάν οι ακροδεξιοί αντιστρατεύονται αυτά τα νομοσχέδια για τους δικούς του πολιτικούς κι εξουσιαστικούς λόγους, αυτό δεν σημαίνει πως πρέπει να μείνουμε σιωπηλοί και απαθείς. Επειδή οι δικοί μας λόγοι σε αντίθεση με το κράτος είναι πραγματικοί, ουσιαστικοί και απελευθερωτικοί. Τα νομοσχέδια αυτά είναι τρομοκρατικά, είναι απολυταρχικά, είναι εχθρικά προς τα μόνα που θεωρούμε πως πρέπει να υπερασπιζόμαστε αδιάλλακτα και να τα διατηρούμε αλώβητα από κάθε εξουσιαστική επιβολή: ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ ΣΚΕΨΗΣ ΚΑΙ ΕΚΦΡΑΣΗΣ ΓΝΩΜΗΣ. Αν μας σκλαβώσουν το μυαλό, τότε θα νικήσουν!
Όσο για τον υποτιθέμενο αντιρατσισμό, καλύτερα να μην επεκταθούμε. Επειδή οι χειρότεροι ρατσιστές είναι το κράτος και όσοι (αριστεροί, δεξιοί, ακροδεξιοί, εθνικόφρονες, δημοκράτες, κομμουνιστές, σοσιαλιστές κλπ) εκμεταλλεύονται οικονομικά και πολιτικά τον πόνο και την απόγνωση των ανθρώπων.
Και κάτι τελευταίο. Ό,τι κατασκευάζεται με πρόσχημα τον δήθεν περιορισμό της Χρυσής Αυγής (στην προκειμένη περίπτωση ή για γενικότερα εγκληματικές πράξεις στο παρελθόν), την ίδια στιγμή είναι ένα κατασταλτικό μέσο εναντίον των αναρχικών. Άλλωστε, η ιστορία είναι αρκούντως διδακτική…
πηγή: Anarchypress.gr
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου