Η Σόφη Αμπελά διέκοψε νευρικά τη γραμμή που χτυπούσε στο βρόντο. Μια βρισιά ανέβηκε μέχρι τα χείλια της, ασυμβίβαστη με την αγωγή της, όμως ο καθένας μπορεί καμιά φορά να ξεστρατίσει κομματάκι. Την κατάπιε επιμελώς, καθώς ένιωσε τον βαρύ ίσκιο του διευθυντή να της συννεφιάζει το πρωινό, πίσω απ' την πλάτη της. Επέλεξε με τον κέρσορα το σταθερό τηλέφωνο του λεγάμενου, κάτω από το νούμερο του κινητού του, που μόλις είχε προσπαθήσει να καλέσει. Τίποτα και πάλι. Το 'κλεισε κι ετοιμάστηκε να προχωρήσει παρακάτω στην ατέλειωτη λίστα των κακοπληρωτών.
"Τι έγινε με κείνον τον Λεγάκη, πάλι δεν απαντάει;" άκουσε τη μαλακή φωνή του διευθυντή, που μετά βίας κάλυπτε μια υποχθόνια ψυχρή σκληρότητα, μια υφέρπουσα απειλή που την έκανε ν' ανατριχιάζει σαν να βάδιζε απάνω της κατσαρίδα, από κείνες τις μαύρες, τις μεγάλες.
"Δυστυχώς κύριε Αποστόλου, κανένα ίχνος ζωής", του αποκρίθηκε ξεφυσώντας αγανακτισμένα.
"Δεν πειράζει Σόφη, εσύ να επιμείνεις. Δουλειά μας είναι να επιμένουμε", είπε κείνος σοβαρά.
Ύστερα ικανοποιημένος απ' το μάθημα παραγωγικότητας που πάντοτε είχε στην άκρη των λεπτών σαν φύλλα χαρτιού χειλιών του, πήγε στο διπλανό γκισέ να εποπτεύσει.
Η Σόφη ανακάθισε, έσιαξε τη φούστα της και προχώρησε στο επόμενο όνομα. Είχε τέσσερα χρόνια που δούλευε για την εισπρακτική εταιρεία και τούτη η δουλειά, αν και κακοπληρωμένη όπως όλες οι άλλες, είχε μπει κυριολεκτικά μες στο πετσί της. Τους πρώτους μήνες ένιωθε άβολα, ντρεπόταν κατά βάθος γι' αυτό που έκανε. Μετά από λίγο όμως, είχε αρχίσει να της αρέσει. Την έκανε να νιώθει υπεύθυνη, αυτό το είχε ανάγκη. Άργησε όμως να παραδεχτεί στον εαυτό της τον πραγματικό λόγο τούτης της μεταστροφής. Η δουλειά της έδινε κάποιας μορφής ανωτερότητα και πολλές κρυφές χαρές. Ύπουλα, σταδιακά μα σταθερά, η ντροπή μετατράπηκε δίχως καλά καλά να το καταλάβει σε απόλαυση, ένοχη αρχικά, γι' αυτό και τόσο εθιστική.
Τούτο το επάγγελμα, όπως ο Αποστόλου δεν βαριότανε ποτέ να τους κατηχεί, στηριζότανε κυρίως στην ψυχολογική πίεση, απλά και ξεκάθαρα. Δεν είχανε καμμία δικαιοδοσία πάνω στους οφειλέτες που καθυστερούσαν τις πληρωμές τους. Όμως κλινικές έρευνες δεκαετιών, χρηματοδοτούμενες από τραπεζικά κεφάλαια, είχαν αναλύσει την ψυχολογία του οφειλέτη σε δυσθεώρητα βάθη. Ο μέσος άνθρωπος δεν θέλει κατά βάθος να χρωστάει, είναι γαλουχημένος στην τιμιότητα, ακόμα κι αν στην πορεία φτάνει ν' αμφισβητεί την αξία της. "Όμως εδώ ερχόμαστε εμείς, η φωνή της συνείδησης", όπως θα 'λεγε περήφανα ο Αποστόλου. Ο μέσος άνθρωπος ήταν πάντοτε πολύ επιρρεπής σε νουθεσίες, σε πιέσεις, σ' απειλές, σε πειθαναγκασμούς.
Ο μέσος άνθρωπος...
Εκείνη λοιπόν δεν ανήκε πια στον μέσο όρο, στην άθλια πλέμπα των φουκαριάρηδων. Ήταν ανώτερη του απλού πολίτη, μια οντότητα αδιαπέραστη από τη μικρότητα, τη δειλία και την εσωτερική αδυναμία των πολλών· ένας λαμπερός οδηγητής που κατεύθυνε τις μάζες προς την αναπόφευκτη κατάληξη, τη συμμόρφωση προς τας υποδείξεις. Η φωνή της ήταν το κάλεσμα του πεπρωμένου. Είχε μάθει να την κάνει ψυχρή, σκληρή αν και βελούδινη όπως ενός διευθυντή, θεατρική και υπόγεια σαρκαστική όπως ενός δημοσιογράφου, μοχθηρή όπως ενός μαφιόζου, πύρινη και παλόμενη όπως ενός ιεραπόστολου. Έτσι ένιωθε, χωρίς καμιά υπερβολή, σαν ιεραπόστολος που 'χε πάρει όρκο να φέρει τα πλήθη στον ίσιο δρόμο του Θεού της Χρηματοπιστωτικής Αληθείας. Γιατί όχι άλλωστε; Τι πιο ιερό από το χρήμα στην εποχή μας; Όλοι το λατρεύουνε, ακόμα κι αν δεν τολμάν να το παραδεχτούνε, όμως εκείνη έχει πια εξαγνιστεί απ' το αμάρτημα της υποκρισίας.
Πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή που ένιωθε συμπόνια ή έστω οίκτο για κείνα τα φοβισμένα ανθρωπάρια που ταλάνιζε απ' το πρωί ως το βράδυ, εκατοντάδες από δαύτους καθημερινά. Απεναντίας, κάθε φορά που ένιωθε απ' την άλλη άκρη της γραμμής το "υποκείμενο" να ιδρωκοπάει, κάθε που τους άκουγε να ξεροκαταπίνουν, να τραυλίζουν ή ν' αναστενάζουν, μια βαθειά ικανοποίηση την ηλέκτριζε, την εξιτάριζε, την ολοκλήρωνε πέρα από κάθε προσδοκία. Η αδυναμία τους ήταν η δική της δύναμη, η δυσαρθρία τους ερυθροπύρωνε τη ρομφαία του δικού της λόγου, η ντροπή τους ήταν ο θρίαμβός της, η συμμόρφωσή τους η πραγμάτωσή της. Όταν οι αφελείς άρχιζαν να παρακαλάνε για λίγο έλεος, λίγο χρόνο, λίγη κατανόηση, τότε στ' αλήθεια μούσκευε ανάμεσα στα σκέλια. Ο άντρας της δεν καταλάβαινε στ' αλήθεια τι ήταν κείνο που την έκανε να του πετάει τα μάτια όξω, μόλις γύριζε απ' τη δουλειά, πριν ακόμα μπει στο ντους, όμως της έφτανε που καταλάβαινε αυτή· άλλωστε κι εκείνου δεν του κακόπεφτε καθόλου, οπότε είχε μάθει να μην κάνει περιττές ερωτήσεις.
Όμως τούτος ο Λεγάκης της είχε γίνει κακό σπυρί στον κώλο. Στην αρχή ήταν απ' τους καλοπληρωτές, ακουμπούσε για χρονια ανελλιπώς τη δόση του. Μετά άρχισε κι αυτός τις λαμογιές απέναντι στην τράπεζα. Τις πρώτες φορές απαντούσε κανονικά σε κάθε της τηλεφώνημα, μιας κι ήταν γραμμένος στη δική της λίστα,της ανήκε. Ήταν ευγενικός, όμως με κάποιον παράξενο τρόπο η Σόφη ένιωθε τα ψυχολογικά της βέλη να προσκρούουν και ν' αναπηδούν σάμπως πάνω σε ατσάλινη πανοπλία. Οι χειρότεροι πελάτες της, εκείνοι που ξέρουν να κρατούν την ψυχραιμία τους και τούτος ήτανε ο πιο αδιαπέραστος απ' όλους. Δεν τον χώνευε τον παλιόπουστα, εδώ της καθότανε. Πάντα τελικά πήγαινε και πλήρωνε, κουτσά στραβά ήταν ενήμερος. Και πάλι όμως η νίκη φάνταζε λειψή, της έλειπε η χαρά, τον ένιωθε πως δε φοβόταν. Εκείνος έφερνε νομικά επιχειρήματα, που κατά τη γνώμη του αποδείκνυαν πως η τράπεζα τον είχε χρεώσει υπερβολικούς τόκους, εκείνη πάλι έπιανε το δίσκο απ' την αρχή και ξεκινούσε να τσαμπουνά το ίδιο συναξάρι, μ' επιμονή ζηλωτή Ιησουίτη. Μακάρι να του 'πεφτε το Τζόκερ, να μη χρειαζόταν άλλη φορά να χάσει τον χρόνο της μαζί του, είχε πιο διασκεδαστικούς στη λίστα της.
Έπειτα σταμάτησε να πληρώνει εντελώς. Ταυτόχρονα ξετσουτσούρδωσε κι άρχισε να μη σηκώνει το τηλέφωνο. Η Σόφη πικαρίστηκε λιγάκι, όμως μέσα της ένιωσε να φτιάχνεται, η πρόκληση που αντιπροσώπευε τούτος ο άνθρωπος τη διέγειρε για μάχη. Αργά ή γρήγορα η νίκη θα ήταν δική της, θα τον έσπαζε, θα τον τσάκιζε, κανένας δεν γλιτώνει από έναν αποφασισμένο κι ευσυνείδητο υπάλληλο εισπαρακτικής, όλοι κάποτε ενδίδουν. Πέρασαν δυο μήνες χωρίς ίχνος ζωής απ' την πλευρά του, μέχρι που κάποια μέρα κάπου τον Απρίλη, άκουσε το χαρακτηριστικό κλικ από την άλλη πλευρά της γραμμής (το 'ξερα!!) μαζί μ' έναν κοφτό ασθμαίνοντα ήχο σαν λέξη.
"Λέγετε;"
"Παρακαλώ, ο κύριος Λεγάκης Αθανάσιος;" είπε με ύφος αυστηρό, σα δασκάλα που κραδαίνει τον ξύλινο χάρακα πάνω από ανοιγμένα τρυφερά κι άτακτα χεράκια, που αναμένουν τη δίκαιη τιμωρία, αδημονώντας για τη σκοτεινή, οδυνηρή τους απόλαυση.
"Μάλιστα, ο ίδιος" της απάντησε με φωνή άχρωμη, άτονη, μηχανική, σχεδόν απόκοσμη.
"Ονομάζομαι Αμπελά Σοφία και τηλεφωνώ από την Άρπα Μπανκ" έκανε εκείνη με κάθε επισημότητα. Δεν έλεγαν ποτέ ότι παίρνουν από εισπρακτική, όπως επίμονα είχαν τονίσει οι εκπαιδευτές τους και συνεχώς τους έπρηζε ο Αποστόλου. Η επίκληση της τράπεζας όχι μόνο δίνει κύρος στον τηλεφωνητή, αλλά υπενθυμίζει στον οφειλέτη το χρέος του και τον βάζει απ' την αρχή σε μειονεκτική θέση, να ντρέπεται και να αισχύνεται ως οφείλει, ακριβώς επειδή οφείλει.
"Ναι, σας ακούω", ακούστηκε απ' την άλλη πλευρά μετά από μια βαριά σιωπή λίγων δευτερολέπτων, που την έκανε να νιώσει πως ο Λεγάκης σχεδίαζε κάποιον να σκοτώσει και μετρούσε τις δυνάμεις του (ψυχραιμία Σόφη, δεν μπορεί να σε βλάψει).
"Σας ενημερώνω ότι για δική σας ασφάλεια η συνομιλία καταγράφεται", συνέχισε εκείνη το τροπάρι που της είχε γίνει δεύτερη φύση. Όπως τους είχαν μάθει, η επίκληση της καταγραφής της συνομιλίας, πάντοτε ασφαλώς για την ασφάλεια του οφειλέτη, ήταν από τα πιο δυνατά χαρτιά στην προπαρασκευή της επίθεσης που θ' ακολουθούσε. Τούτο φανερώνει δύναμη, εξουσία και πάνω απ' όλα υπονοεί πως "ό,τι πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου" (πουτ δε κοτ ντάουν ρε). Σχεδόν κανείς δεν τολμάει να βρίσει, να φερθεί επιθετικά, να απειλήσει, κι όσοι το κάνουν μια φορά, την επόμενη εμφανίζονται εντελώς γατάκια, μετανιωμένα και βρεγμένα ως το κόκαλο.
Εκείνος δεν είπε απολύτως τίποτα, μα μπορούσε ν' ακούσει την ανάσα του στο μικρόφωνο, νωθρή, υποβλητική, θανατερή.
"Μπορείτε σας παρακαλώ να μου πείτε τον αριθμό ταυτότητας ή το ΑΦΜ σας για να είμαστε σίγουροι ότι μιλάμε μαζί σας;" Άλλο ωραίο κόλπο αυτό. Ζητώντας ταυτότητα και ΑΦΜ, παίρνεις τη θέση δημόσιας αρχής, γίνεσαι κράτος ρε παιδί μου, κερδίζεις τις εντυπώσεις. Τούτο ενισχύει ακόμα περισσότερο το κύρος και προλειαίνει το έδαφος για μια περήφανη νίκη. Ο Αποστόλου μάλιστα επέμενε να τους βάζεις να το λένε δύο φορές, τάχα ότι δεν ακούστηκε καλά, γιατί έτσι ισχυροποιείς την υποβολή (εδώ σ' έχω, τώρα θα τα πούμε πουλάκι μου).
"Όχι δεν μπορώ" άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής και της το 'κλεισε στα μούτρα. Κι είχε τόσο θράσος τούτη η ατάκα, τόση αποφασιστικότητα την έντυνε, τόση ξεδιαντροπιά, που ένιωσε σαν να την είχαν χαστουκίσει κατάμουτρα. Α το θρασίμι, α τον κανάγια, τον ξεφτίλα, ποιος νομίζει ότι είναι, πού το βρήκε αυτο το υφάκι απέναντί της ο παλιομπαταχτσής, με ποιαν νομίζει ότι έχει να κάνει; Αυτή έφταιγε που την προηγούμενη βδομάδα είχε βάλει με το νου της το κακό, μήπως είχε πάθει κάτι ο τσόγλανος, αυτή έφταιγε που έδειξε ευαισθησία. Όχι μονάχα έσκαγε από υγεία, αλλά είχε και τα μούτρα να παριστάνει τον σκληρό. Ε όχι λοιπόν, τούτο δεν θα παιρνούσε έτσι. Αν αυτός μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη στιγμιαία ανθρώπινη αδυναμία που την είχε υποσυνείδητα επηρεάσει, θα έβλεπε ποια στ' αλήθεια είναι η Σόφη Αμπελά. Ήταν για κείνη πλέον ζήτημα τιμής, ορκίστηκε ότι θα τον έβαζε να πληρώσει με κάθε δυνατό μέσο.
Προετοιμάστηκε στο σπίτι ολόκληρο το σαββατοκύριακο, προβάρισε ακόμα και την έσχατη λεπτομέρεια. Οι λέξεις σφύριζαν σαν ξυράφια, οι αναπνοές της έπεφταν σαν καμτσικιές, οι ατάκες οργανωμένες κι αδιαπέραστες σα μακεδονική φάλαγγα. Όμως ο μπάσταρδος δεν της έδωσε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει όσα προετοίμασε. Από κείνη τη μέρα δεν σήκωνε καθόλου το τηλέφωνο. Αυτή όμως δεν το 'βαλε κάτω. Κινητό, σταθερό, σταθερό και πάλι κινητό, είκοσι φορές τη μέρα, πρωί μεσημέρι απόγευμα. Αυτός όμως τίποτα. Δεν είχε κλείσει το κινητό, δεν είχε αποσυνδέσει το σταθερό, τ' άφηνε και χτυπούσαν κανονικά. Τον έπαιρνε από δέκα διαφορετικά νούμερα, για την περίπτωση που αναγνώριζε κάποια απ' αυτά και δεν το σήκωνε επιλεκτικά. Μέχρι κι απ' το δικό της, απ' του άντρα της, απ' του πατέρα της κι απ' της αδελφής της τον έπαιρνε, να τον μπερδέψει. Κανένα αποτέλεσμα.
Μα τι άνθρωπος ήταν επιτέλους αυτός; Οι εκπαιδευτές τους είχαν επισημάνει πως ο μέσος άνθρωπος, ο κανονικός άνθρωπος, δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στον ήχο του κουδουνιού που τον καλεί, γιατί έτσι είναι εκπαιδευμένος, μπηχεβιοριστικά, απ' την καμπάνα της εκκλησίας, το κουδούνι του σχολείου, τη σάλπιγγα στον στρατό. Η προσπάθεια ν' αποφύγει κανείς ένα κουδούνι που τον καλεί συνοδεύεται από τόνους ενοχών, από αίσθημα απώλειας κι απελπισίας, κρίσεις άγχους, γενικά το υποκείμενο υποφέρει όταν προσπαθεί ν' αντισταθεί. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει για πολύ. Κανείς, εκτός απ' τον Λεγάκη. Δεν ήταν φυσιολογικός άνθρωπος αυτός, κάτι πήγαινε στραβά. Σκληρός χαρακτήρας, αδίστακτος, αποφασισμένος, δηλαδή επικίνδυνος. Χωρίς τσίπα, ντροπή κι ενοχές, σίγουρα άθεος κι αντίχριστος. Αντιμιλούσε, δεν φοβότανε, άρα ήταν εκπαιδευμένος στον ψυχολογικό πόλεμο, άνθρωπος του υποκόσμου, μπορεί και τρομοκράτης. Τρομοκράτης...
Ο Λεγάκης της είχε γίνει εμμονή, ήταν πέρα και πάνω απ' τη δουλειά, είχε γίνει προσωπικός λογαριασμός. Τι κι αν ο άντρας της ο Σώτος προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες για την πάρτη του (γιατί άραγε; Ένοχος ένοχον ου ποιεί, Σόφη το νου σου). Μήπως ήταν άρρωστος, μήπως είχε πεθάνει, μήπως είχε φύγει μετανάστης, τέτοιες βλακείες της αράδιαζε. Μα ρε πουλάκι μου, αν όντως είχε ψοφήσει αυτό το τομάρι, το κινητό του θα είχε ξεμείνει από μπαταρία, δεν θα καλούσε μετά από δυο τρεις μέρες. Άσε που θα χτύπαγε στην κηδεία του, τι στα διάλα. Όλο και κάποιος θα το άκουγε προτού τόνε παραχώσουν. Αν τυχόν ήταν άρρωστος, κάποιος θα τόνε φρόντιζε, στο νοσοκομείο ή στο σπίτι, κάποιος θα είχε βρεθεί να το σηκώσει το ρημάδι. Μετανάστης πάλι αποκλείεται πενήντα πέντε χρονώ γομάρι. Δεν παίρνουν τόσο μεγάλους στο εξωτερικό, για συνταξιοδοτικούς λόγους. Όχι, ήταν εδώ, ήταν καλά και γελούσε μαζί της, έπαιζε με τη δουλειά της το καθίκι.
Να είχε μείνει άνεργος; Μπορεί...
Όμως και πάλι τι σόι άνεργος ήταν αυτός που δεν σήκωνε το τηλέφωνό του; Δεν έψαχνε για εργασία; Δεν φοβόταν μην τον πάρουν για δουλειά και χάσει την ευκαιρία; Όχι, όχι, ο χαραμοφάης, ούτε για δουλειά έψαχνε...
Τότε της κόλλησε η βεβαιότητα πως τούτος λήστευε τράπεζες, πώς αλλιώς ζούσε το ρεμάλι, ήταν ο εγκέφαλος εγκληματικής συμμορίας ο μούλος, να μου το θυμηθείς. Είχαν περάσει τέσσερις μήνες κι εκείνος άφαντος. Αποφάσισε πως μόλις έμπαινε ο επόμενος μήνας, θα 'παιρνε τηλέφωνο την αντιτρομοκρατική και θα τον κατάγγελνε. Θα τον ξετρύπωνε πάση θυσία, κανείς δεν θα έμπαινε εμπόδιο στη δουλειά της, κανένας δεν είχε το δικαίωμα να την αγνοεί ατιμώρητα, που να πάρει και να σηκώσει ο γερο-διάολος...
~~{}~~
Ο Θάνος Λεγάκης κάπνιζε το τελευταίο του τσιγάρο στο μπαλκόνι. Το βλέμμα του σχεδόν με δικιά του θέληση, πότε τρεμόπαιζε γύρω απ' την κάφτρα που όλο έφτανε πιο κοντά στα κιτρινισμένα του δάχτυλα, πότε μετριότανε με το κενό που τον περίμενε μ' ορθάνοιχτη την αγκαλιά. Δεν ήταν ζωή αυτή, δεν είχε χαΐρι, καμιά χαρά δεν του 'χε μείνει. Μονάχα τύψεις, ενοχές κι ένα αίσθημα ματαίωσης που τον κατέτρυχε λες κι ήταν ο Ιούδας. Όμως τουλάχιστον κείνος είχε τριάντα αργύρια να ξοδέψει. Αλήθεια, πόσους λογαριασμούς μπορούσες να πληρώσεις με τριάντα αργύρια κείνα τα χρόνια; Τυχεροί, δεν είχαν τηλέφωνα, κινητά ή σταθερά, δεν είχαν ρεύμα και το νερό ήτανε τσάμπα, όσο για ξύλα γεμάτος ο τόπος.
Γιατί τότε αυτοκτόνησε ο βλάκας;
Είχε τύψεις λέει που πρόδωσε τον δάσκαλό του. Ίσως και να χρωστούσε φόρους στους Ρωμαίους, αν και δύσκολα θα μπορούσαν οι Ρωμαίοι να συναγωνιστούν τους Παγκόσμιους Δανειστές σ' αυτόν τον τομέα. Τελικά κατάλαβε πως ο Ιούδας και κείνος είχαν μοναχά ένα κοινό: είχαν προδόσει κι οι δυο τον εαυτό τους.
Τύψεις...
Σπουδαία τα λάχανα! Ο Θάνος είχε προδώσει τα παιδιά του, την οικογένειά του, δεν μπόρεσε να τους στηρίξει, δεν κατάφερε να τους κρατήσει ενωμένους. Σκορπίσανε από 'δω κι απο κεί, μετανάστες, ο ένας στην Αυστραλία, ο άλλος Γερμανία, η μικρή του παντρεύτηκε στην Αγγλία έναν κοκκινοτρίχη φακιδιάρη ονόματι Άρτσιμπαλντ, για όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Ήτανε σίγουρος πως το 'κανε από ανάγκη, όπως από ανάγκη ξενιτεύτηκαν και τ' αγόρια. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του που τ' άφησε να φύγουν. Ούτε η Μαρία, σύζυγος του για πιότερο από τριάντα χρόνια, του το συγχώρεσε. Τον άφησε μόλις έμεινε άνεργος, λες κι ήταν ο μοναδικός, τον πούλησε για μια μπουκιά τυρόπιτα. Όμως και πάλι είχε τύψεις, έφταιγε κείνος που αυτή τόνε παράτησε - τι θα τρώγαμε, τα ποδια μας; - τι κι αν ο κολλητός του ο Μιχάλης προσπαθούσε να τόνε πείσει πως δεν έφταιγε διόλου. Μεγάλη καρδιά ο Μιχάλης, να 'ναι καλά, όμως κι αυτός με τ' αντικαταθλιπτικά στέκεται.
Είχε οκτώ μήνες που δούλευε απλήρωτος όταν έμαθε τα νέα. Η εταιρεία έσκασε κανόνι, κανονικά και με τον νόμο. Μεγάλη κατασκευαστική κρατικοδίαιτη εταιρεία, δούλευε είκοσι χρόνια εκεί ως μηχανικός ο Θάνος κι ονειρευότανε να γίνει αρχιμηχανικός, του το 'χαν τάξει πως του χρόνου θα 'παιρνε την προαγωγή.
Του χρόνου...
Πολύ πριν απ' του χρόνου, το κλείσανε το μαγαζί. Δεν έβγαιναν λέει, ένεκα η κρίση. Ούτε δεδουλευμένα, ούτε αποζημίωση, ούτε τίποτα, μήτε καν επίδομα ανεργίας, γιατί τα τελευταία τέσσερα χρόνια δούλευε με μπλοκάκι. Μετά είδε στη φυλλάδα τον γιο του αφεντικού και το περίφημο πάρτι του στη Μύκονο, το δαπανηρότερο λένε όλων των εποχών και γύρισε το μάτι του ανάποδα.
Είχε φάει ό,τι είχε και δεν είχε τόσους μήνες που δούλευε απλήρωτος κι άλλον ένα χρόνο άνεργος, είχε δανειστεί κι από πάνω. Τώρα όλα πήγαν αμόντε. Όλη του η ζωή ήταν ένα τέλμα, μια ξεφτίλα, έζησε για ένα τίποτα κι αυτή η σκέψη δεν μπορούσε να του φύγει όσα ούζα κι αν κατέβαζε στην ταβέρνα του Θοδωρή, που κρατούσε τεφτέρι. Δεν πήγαινε άλλο, το 'χε πια πάρει απόφαση.
Έγραψε το γράμμα, δώρισε μάλιστα το κορμί του στο νεκροτομείο, αφού δεν είχε μία για την κηδεία κι έτσι κι αλλιώς εκεί θα κατέληγε το πτώμα. Αν δεν μπορείς να το αποφύγεις, χαλάρωσε για να το απολαύσεις. Σκεφτόταν ότι οι φοιτητές της ιατρικής θα είχαν τη σπάνια ευκαιρία να μελετήσουν τον αντίκτυπο μιας πτώσης τριάντα μέτρων στο σκελετικό σύστημα του ανθρώπου. Άραγε θα έπεφτε με το στήθος ή με την πλάτη, μήπως με το κεφάλι; Τούτο ωστόσο θα το έκρινε η βαρύτητα κι έπειτα η επιστήμη κι ήταν ίσως το μόνο πράγμα που μ' έναν παράδοξο μαζοχιστικό τρόπο τον γέμιζε περηφάνια, ακόμα κι ελπίδα.
Το τσιγάρο έφτανε στο τέλος του και δεν είχε άλλο ν' ανάψει. Το βλέμμα του έπεσε στο τηλέφωνο, σα μελοθάνατος που περιμένει χάρη την ύστατη στιγμή. Ναι, ήταν μελοθάνατος, όμως δεν υπήρχε δικαστήριο να τον αθωώσει.
Κείνη τη στιγμή το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει, κάνοντάς τον να πεταχτεί ως εκεί απάνω, μ' ένα παράξενο φτερούγισμα στο ηλιακό του πλέγμα. Εντάξει, δεν υπήρχε κανένας να τον αθωώσει. Αν ήταν όμως εκείνη; Αν τον έπαιρνε να του πει πως τον αγαπάει όπως παλιά; Αν ήταν ένα απ' τα παιδιά να του πει μια γλυκιά κουβέντα, ότι έρχεται αύριο να τον δει, ότι τους έλειψε;
Σηκώθηκε βαρύθυμα και κατευθύνθηκε προς τη συσκευή, με μια αμυδρή ελπίδα να μπουμπουκιάζει μέσα του. Ας ήταν κι ο Μιχάλης, να πιούνε μια ρακή κι αύριο πάλι βλέπουμε.
"Λέγετε;" απάντησε ανόρεχτα, άτονα, σχεδόν ξεψυχισμένα.
"Παρακαλώ, ο κύριος Λεγάκης Αθανάσιος;" μια γυναικεία φωνή, που έμοιαζε να έχει κάτι πολύ σημαντικό να του πει. Λες να είχαν πάθει κάτι τα παιδιά; Αναρίγησε στη σκέψη, που όμως ακόμα του 'δινε μια στάλα ελπίδα να πιαστεί, έναν λόγο να μη φουντάρει.
"Μάλιστα, ο ίδιος" της απάντησε με την ψυχή του στην κωλότσεπη, μόνο που ήταν πια πολύ αργά για να δείξει συναίσθημα, η φωνή του ακούστηκε επίπεδη και ξένη.
"Ονομάζομαι Αμπελά Σοφία και τηλεφωνώ από την Άρπα Μπανκ". Ω ρε πούστη μου, μόνο εσύ μας έλειπες. Ένιωσε ένα αμόνι να πλακώνει το στήθος του. Πάλι λεφτά ζητάνε τα κοράκια, τ' αρχίδια μου θα πάρουνε. Ας έρθουν στον Βελζεβούλη με διαταγές πληρωμής. Ειρωνικά, τούτη η σκέψη ήταν το τελευταίο πράγμα που τον διασκέδαζε ακόμα.
"Ναι, σας ακούω" έκανε μηχανικά, μετά από μερικά δευτερόλεπτα που το μυαλό του βυθίστηκε σε απόλυτο σκοτάδι.
"Σας ενημερώνω ότι για δική σας ασφάλεια η συνομιλία καταγράφεται" συνέχισε απτόητη η καρακάξα. Είχε μια λιμασμένη προσμονή η φωνή της, σαν αρπακτικό που μυρίστηκε αίμα, σα λευκός καρχαρίας. Δε μίλησε. Και τι να 'λεγε δηλαδή; Ότι δεν τον άφηναν ούτε να πεθάνει με την ησυχία του; Ότι δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να του πιάσει το χέρι την κρίσιμη ώρα; Ότι τα κοράκια θα διαμέλιζαν το σώμα του και θα πουλούσανε τα ιμάτιά του; Κοινοτοπίες!
Ευτυχώς το σπίτι ήταν στο όνομα του γιου του του μεγάλου και δεν θα μπορούσαν να το πάρουν οι νταβατζήδες. Μετά σκέφτηκε πως θα το 'παιρνε το κωλοκράτος, αν δεν είχε ο μεγάλος να πληρώσει τα χαράτσια. Εντάξει, έχει δουλειά, κάτι θα κάνει. Το σκατό μου θα φάτε κερατάδες, με τούτη τη χαρά θα φύγω...
"Μπορείτε σας παρακαλώ να μου πείτε τον αριθμό ταυτότητας ή το ΑΦΜ σας για να είμαστε σίγουροι ότι μιλάμε μαζί σας;" η αντιπαθητική φωνή της καρακάξας σαν να τον ξυπνησε απ' την ονειροπόληση, ξαφνικά και βίαια. Τι νόημα είχε αυτή η συζήτηση; Γιατί δεν τον αφήνανε μονάχο, να κοιτάξει για τα στερνά τον εαυτό του κατάμουτρα και να σταθεί, έστω μια φορά σ' όλη του την αφτέρωτη ζήση, στο ύψος των περιστάσεων; Γιατί καρφώνανε κι άλλα καρφιά στον σταυρό του;
"Όχι δεν μπορώ" είπε καθώς πατούσε το κόκκινο κουμπί με λύσσα "έχω δουλειά, είμαι απασχολημένος, έχω να πεθάνω σήμερα, καταλαβαίνετε, ίσως μια άλλη φορά", συμπλήρωσε σαρκαστικά, μιλώντας στον αέρα. "Έχω να πεθάνω σήμερα..."
Πήγε μέχρι το μπαλκόνι και κρεμάστηκε απ' τα κάγκελα του ρετιρέ. Όχι από 'δω, θα καταστρέψω το αμάξι του Φίλιππα, ακόμα πληρώνει τις δόσεις ο δόλιος, είναι κι άνεργος από πάνω.
Όχι από εκεί, παίζουν παιδιά στον ακάλυπτο, τι φταίνε τα παιδιά;
Όχι, όχι, αυτή η πλευρά έχει δέντρα, μπορεί και να μου κόψουν την πτώση κι απλά να τραυματιστώ, όμως πού λεφτά για νοσοκομείο.
Εδώ, εδώ είναι καλά, στη γωνιά...
Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, μια παράδοξη ζωτικότητα, σχεδόν ενθουσιασμός, τον είχε κυριέψει. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, βεβαιώθηκε πως δεν ερχόταν κανείς για τουλάχιστον εκατό μέτρα από κάθε πλευρά της διασταύρωσης, πήρε φόρα, έκανε το σταυρό του αν και δεν πίστευε - αλλά πού ξέρεις τι γίνεται, κράτα μια πισινή - έτρεξε τα λίγα μέτρα που τον χώριζαν απ' τη λύτρωση με χάρη γατόπαρδου και μ' ένα ρευστό πήδημα βρέθηκε να κοιτάζει το πεζοδρόμιο που χιμούσε κατά πάνω του σα νταλίκα στο αντίθετο ρεύμα. Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του λεύτερος, Λεύτερος! (Ελευθερία ή Θάνατος; Ελευθερία ίσον Θάνατος Καραϊσκάκη μου...)
Ύστερα πια τίποτα δεν είχε σημασία...
~~{}~~
Το κινητό του Λεγάκη άρχισε και πάλι να χτυπάει, οκτώ η ώρα το πρωί. Ξέχασε να το βγάλει απ' τον φορτιστή. Είχε σοβαρότερα πράγματα να σκεφτεί κείνη τη μέρα, έτσι η μπαταρία δεν άδειαζε ποτέ. Χτύπησε, χτύπησε, κουντούρτισε, λύσσαξε κι ύστερα σταμάτησε ξαφνικά, για ν' αρχίσει να χτυπάει το σταθερό, πριν ακόμα σβήσει ο ήχος του κινητού. Αλύχτησε κι αυτό για ώρα κι ύστερα σταμάτησε...
Η Σόφη Αμπελά έκλεισε γι' άλλη μια φορά τη γραμμή. Ήταν έξω φρενών, άσχετα που η αυτοκυριαρχία και το εργασιακό της στάτους δεν της επέτρεπαν να το εκδηλώνει. "Νομίζει πως είναι μάγκας ε; Καλά!" έκανε πικρόχολα. Κοίταξε την ημερομηνία στον υπολογιστή. Σήμερα είχε μπει ο πέμπτος μήνας που ο Λεγάκης έκανε τον δύσκολο. Κοίταξε πίσω της κι είδε τον Αποστόλου να πίνει αριμανίως καπουτσίνο στο γραφείο του, μ' εκείνο το αυτάρεσκο ύφος που της θύμιζε το γουρούνι του Αρκά. Πόσο θα 'θελε να του σιδέρωνε τη μούρη με ατμοσίδερο να 'χει αυτό το ύφος μόνιμα, ακόμα κι όταν σφίγγεται για να χέσει. Φαντασιωνότανε τα πρωτοσέλιδα: "Λαυρέντης Αποστόλου, η σύγχρονη Σπυριδούλα" κι ένα αδιόρατο χαμόγελο ξέφυγε απ' τα σφιγμένα της χείλη, σαν τζογαδόρου που οραματίζεται τζακ ποτ.
Βεβαιώθηκε πως δεν την έβλεπε κανένας, άφησε το ποντίκι του υπολογιστή με τον κέρσορα πάνω στο νούμερο της κυρίας Λιανού - μια καλοκάγαθη γριούλα που πάντα πλήρωνε τα σπασμένα του Λεγάκη - έπιασε το κινητό της και σχημάτισε το νούμερο της αντιτρομοκρατικής...
* Τα ονόματα των χαρακτήρων είναι σχετικά κοινά, όμως σχηματίστηκαν αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι μου, χωρίς να έχω στο μυαλό μου κάποιον συγκεκριμένο. Εάν κάποιοι από εσάς είδατε εδώ τα ονόματά σας, ζητώ ταπεινά συγνώμη, δεν ήθελα να σας κακοκαρδίσω...
"Τι έγινε με κείνον τον Λεγάκη, πάλι δεν απαντάει;" άκουσε τη μαλακή φωνή του διευθυντή, που μετά βίας κάλυπτε μια υποχθόνια ψυχρή σκληρότητα, μια υφέρπουσα απειλή που την έκανε ν' ανατριχιάζει σαν να βάδιζε απάνω της κατσαρίδα, από κείνες τις μαύρες, τις μεγάλες.
"Δυστυχώς κύριε Αποστόλου, κανένα ίχνος ζωής", του αποκρίθηκε ξεφυσώντας αγανακτισμένα.
"Δεν πειράζει Σόφη, εσύ να επιμείνεις. Δουλειά μας είναι να επιμένουμε", είπε κείνος σοβαρά.
Ύστερα ικανοποιημένος απ' το μάθημα παραγωγικότητας που πάντοτε είχε στην άκρη των λεπτών σαν φύλλα χαρτιού χειλιών του, πήγε στο διπλανό γκισέ να εποπτεύσει.
Η Σόφη ανακάθισε, έσιαξε τη φούστα της και προχώρησε στο επόμενο όνομα. Είχε τέσσερα χρόνια που δούλευε για την εισπρακτική εταιρεία και τούτη η δουλειά, αν και κακοπληρωμένη όπως όλες οι άλλες, είχε μπει κυριολεκτικά μες στο πετσί της. Τους πρώτους μήνες ένιωθε άβολα, ντρεπόταν κατά βάθος γι' αυτό που έκανε. Μετά από λίγο όμως, είχε αρχίσει να της αρέσει. Την έκανε να νιώθει υπεύθυνη, αυτό το είχε ανάγκη. Άργησε όμως να παραδεχτεί στον εαυτό της τον πραγματικό λόγο τούτης της μεταστροφής. Η δουλειά της έδινε κάποιας μορφής ανωτερότητα και πολλές κρυφές χαρές. Ύπουλα, σταδιακά μα σταθερά, η ντροπή μετατράπηκε δίχως καλά καλά να το καταλάβει σε απόλαυση, ένοχη αρχικά, γι' αυτό και τόσο εθιστική.
Τούτο το επάγγελμα, όπως ο Αποστόλου δεν βαριότανε ποτέ να τους κατηχεί, στηριζότανε κυρίως στην ψυχολογική πίεση, απλά και ξεκάθαρα. Δεν είχανε καμμία δικαιοδοσία πάνω στους οφειλέτες που καθυστερούσαν τις πληρωμές τους. Όμως κλινικές έρευνες δεκαετιών, χρηματοδοτούμενες από τραπεζικά κεφάλαια, είχαν αναλύσει την ψυχολογία του οφειλέτη σε δυσθεώρητα βάθη. Ο μέσος άνθρωπος δεν θέλει κατά βάθος να χρωστάει, είναι γαλουχημένος στην τιμιότητα, ακόμα κι αν στην πορεία φτάνει ν' αμφισβητεί την αξία της. "Όμως εδώ ερχόμαστε εμείς, η φωνή της συνείδησης", όπως θα 'λεγε περήφανα ο Αποστόλου. Ο μέσος άνθρωπος ήταν πάντοτε πολύ επιρρεπής σε νουθεσίες, σε πιέσεις, σ' απειλές, σε πειθαναγκασμούς.
Ο μέσος άνθρωπος...
Εκείνη λοιπόν δεν ανήκε πια στον μέσο όρο, στην άθλια πλέμπα των φουκαριάρηδων. Ήταν ανώτερη του απλού πολίτη, μια οντότητα αδιαπέραστη από τη μικρότητα, τη δειλία και την εσωτερική αδυναμία των πολλών· ένας λαμπερός οδηγητής που κατεύθυνε τις μάζες προς την αναπόφευκτη κατάληξη, τη συμμόρφωση προς τας υποδείξεις. Η φωνή της ήταν το κάλεσμα του πεπρωμένου. Είχε μάθει να την κάνει ψυχρή, σκληρή αν και βελούδινη όπως ενός διευθυντή, θεατρική και υπόγεια σαρκαστική όπως ενός δημοσιογράφου, μοχθηρή όπως ενός μαφιόζου, πύρινη και παλόμενη όπως ενός ιεραπόστολου. Έτσι ένιωθε, χωρίς καμιά υπερβολή, σαν ιεραπόστολος που 'χε πάρει όρκο να φέρει τα πλήθη στον ίσιο δρόμο του Θεού της Χρηματοπιστωτικής Αληθείας. Γιατί όχι άλλωστε; Τι πιο ιερό από το χρήμα στην εποχή μας; Όλοι το λατρεύουνε, ακόμα κι αν δεν τολμάν να το παραδεχτούνε, όμως εκείνη έχει πια εξαγνιστεί απ' το αμάρτημα της υποκρισίας.
Πέρασε ανεπιστρεπτί η εποχή που ένιωθε συμπόνια ή έστω οίκτο για κείνα τα φοβισμένα ανθρωπάρια που ταλάνιζε απ' το πρωί ως το βράδυ, εκατοντάδες από δαύτους καθημερινά. Απεναντίας, κάθε φορά που ένιωθε απ' την άλλη άκρη της γραμμής το "υποκείμενο" να ιδρωκοπάει, κάθε που τους άκουγε να ξεροκαταπίνουν, να τραυλίζουν ή ν' αναστενάζουν, μια βαθειά ικανοποίηση την ηλέκτριζε, την εξιτάριζε, την ολοκλήρωνε πέρα από κάθε προσδοκία. Η αδυναμία τους ήταν η δική της δύναμη, η δυσαρθρία τους ερυθροπύρωνε τη ρομφαία του δικού της λόγου, η ντροπή τους ήταν ο θρίαμβός της, η συμμόρφωσή τους η πραγμάτωσή της. Όταν οι αφελείς άρχιζαν να παρακαλάνε για λίγο έλεος, λίγο χρόνο, λίγη κατανόηση, τότε στ' αλήθεια μούσκευε ανάμεσα στα σκέλια. Ο άντρας της δεν καταλάβαινε στ' αλήθεια τι ήταν κείνο που την έκανε να του πετάει τα μάτια όξω, μόλις γύριζε απ' τη δουλειά, πριν ακόμα μπει στο ντους, όμως της έφτανε που καταλάβαινε αυτή· άλλωστε κι εκείνου δεν του κακόπεφτε καθόλου, οπότε είχε μάθει να μην κάνει περιττές ερωτήσεις.
Όμως τούτος ο Λεγάκης της είχε γίνει κακό σπυρί στον κώλο. Στην αρχή ήταν απ' τους καλοπληρωτές, ακουμπούσε για χρονια ανελλιπώς τη δόση του. Μετά άρχισε κι αυτός τις λαμογιές απέναντι στην τράπεζα. Τις πρώτες φορές απαντούσε κανονικά σε κάθε της τηλεφώνημα, μιας κι ήταν γραμμένος στη δική της λίστα,της ανήκε. Ήταν ευγενικός, όμως με κάποιον παράξενο τρόπο η Σόφη ένιωθε τα ψυχολογικά της βέλη να προσκρούουν και ν' αναπηδούν σάμπως πάνω σε ατσάλινη πανοπλία. Οι χειρότεροι πελάτες της, εκείνοι που ξέρουν να κρατούν την ψυχραιμία τους και τούτος ήτανε ο πιο αδιαπέραστος απ' όλους. Δεν τον χώνευε τον παλιόπουστα, εδώ της καθότανε. Πάντα τελικά πήγαινε και πλήρωνε, κουτσά στραβά ήταν ενήμερος. Και πάλι όμως η νίκη φάνταζε λειψή, της έλειπε η χαρά, τον ένιωθε πως δε φοβόταν. Εκείνος έφερνε νομικά επιχειρήματα, που κατά τη γνώμη του αποδείκνυαν πως η τράπεζα τον είχε χρεώσει υπερβολικούς τόκους, εκείνη πάλι έπιανε το δίσκο απ' την αρχή και ξεκινούσε να τσαμπουνά το ίδιο συναξάρι, μ' επιμονή ζηλωτή Ιησουίτη. Μακάρι να του 'πεφτε το Τζόκερ, να μη χρειαζόταν άλλη φορά να χάσει τον χρόνο της μαζί του, είχε πιο διασκεδαστικούς στη λίστα της.
Έπειτα σταμάτησε να πληρώνει εντελώς. Ταυτόχρονα ξετσουτσούρδωσε κι άρχισε να μη σηκώνει το τηλέφωνο. Η Σόφη πικαρίστηκε λιγάκι, όμως μέσα της ένιωσε να φτιάχνεται, η πρόκληση που αντιπροσώπευε τούτος ο άνθρωπος τη διέγειρε για μάχη. Αργά ή γρήγορα η νίκη θα ήταν δική της, θα τον έσπαζε, θα τον τσάκιζε, κανένας δεν γλιτώνει από έναν αποφασισμένο κι ευσυνείδητο υπάλληλο εισπαρακτικής, όλοι κάποτε ενδίδουν. Πέρασαν δυο μήνες χωρίς ίχνος ζωής απ' την πλευρά του, μέχρι που κάποια μέρα κάπου τον Απρίλη, άκουσε το χαρακτηριστικό κλικ από την άλλη πλευρά της γραμμής (το 'ξερα!!) μαζί μ' έναν κοφτό ασθμαίνοντα ήχο σαν λέξη.
"Λέγετε;"
"Παρακαλώ, ο κύριος Λεγάκης Αθανάσιος;" είπε με ύφος αυστηρό, σα δασκάλα που κραδαίνει τον ξύλινο χάρακα πάνω από ανοιγμένα τρυφερά κι άτακτα χεράκια, που αναμένουν τη δίκαιη τιμωρία, αδημονώντας για τη σκοτεινή, οδυνηρή τους απόλαυση.
"Μάλιστα, ο ίδιος" της απάντησε με φωνή άχρωμη, άτονη, μηχανική, σχεδόν απόκοσμη.
"Ονομάζομαι Αμπελά Σοφία και τηλεφωνώ από την Άρπα Μπανκ" έκανε εκείνη με κάθε επισημότητα. Δεν έλεγαν ποτέ ότι παίρνουν από εισπρακτική, όπως επίμονα είχαν τονίσει οι εκπαιδευτές τους και συνεχώς τους έπρηζε ο Αποστόλου. Η επίκληση της τράπεζας όχι μόνο δίνει κύρος στον τηλεφωνητή, αλλά υπενθυμίζει στον οφειλέτη το χρέος του και τον βάζει απ' την αρχή σε μειονεκτική θέση, να ντρέπεται και να αισχύνεται ως οφείλει, ακριβώς επειδή οφείλει.
"Ναι, σας ακούω", ακούστηκε απ' την άλλη πλευρά μετά από μια βαριά σιωπή λίγων δευτερολέπτων, που την έκανε να νιώσει πως ο Λεγάκης σχεδίαζε κάποιον να σκοτώσει και μετρούσε τις δυνάμεις του (ψυχραιμία Σόφη, δεν μπορεί να σε βλάψει).
"Σας ενημερώνω ότι για δική σας ασφάλεια η συνομιλία καταγράφεται", συνέχισε εκείνη το τροπάρι που της είχε γίνει δεύτερη φύση. Όπως τους είχαν μάθει, η επίκληση της καταγραφής της συνομιλίας, πάντοτε ασφαλώς για την ασφάλεια του οφειλέτη, ήταν από τα πιο δυνατά χαρτιά στην προπαρασκευή της επίθεσης που θ' ακολουθούσε. Τούτο φανερώνει δύναμη, εξουσία και πάνω απ' όλα υπονοεί πως "ό,τι πεις θα χρησιμοποιηθεί εναντίον σου" (πουτ δε κοτ ντάουν ρε). Σχεδόν κανείς δεν τολμάει να βρίσει, να φερθεί επιθετικά, να απειλήσει, κι όσοι το κάνουν μια φορά, την επόμενη εμφανίζονται εντελώς γατάκια, μετανιωμένα και βρεγμένα ως το κόκαλο.
Εκείνος δεν είπε απολύτως τίποτα, μα μπορούσε ν' ακούσει την ανάσα του στο μικρόφωνο, νωθρή, υποβλητική, θανατερή.
"Μπορείτε σας παρακαλώ να μου πείτε τον αριθμό ταυτότητας ή το ΑΦΜ σας για να είμαστε σίγουροι ότι μιλάμε μαζί σας;" Άλλο ωραίο κόλπο αυτό. Ζητώντας ταυτότητα και ΑΦΜ, παίρνεις τη θέση δημόσιας αρχής, γίνεσαι κράτος ρε παιδί μου, κερδίζεις τις εντυπώσεις. Τούτο ενισχύει ακόμα περισσότερο το κύρος και προλειαίνει το έδαφος για μια περήφανη νίκη. Ο Αποστόλου μάλιστα επέμενε να τους βάζεις να το λένε δύο φορές, τάχα ότι δεν ακούστηκε καλά, γιατί έτσι ισχυροποιείς την υποβολή (εδώ σ' έχω, τώρα θα τα πούμε πουλάκι μου).
"Όχι δεν μπορώ" άκουσε από την άλλη άκρη της γραμμής και της το 'κλεισε στα μούτρα. Κι είχε τόσο θράσος τούτη η ατάκα, τόση αποφασιστικότητα την έντυνε, τόση ξεδιαντροπιά, που ένιωσε σαν να την είχαν χαστουκίσει κατάμουτρα. Α το θρασίμι, α τον κανάγια, τον ξεφτίλα, ποιος νομίζει ότι είναι, πού το βρήκε αυτο το υφάκι απέναντί της ο παλιομπαταχτσής, με ποιαν νομίζει ότι έχει να κάνει; Αυτή έφταιγε που την προηγούμενη βδομάδα είχε βάλει με το νου της το κακό, μήπως είχε πάθει κάτι ο τσόγλανος, αυτή έφταιγε που έδειξε ευαισθησία. Όχι μονάχα έσκαγε από υγεία, αλλά είχε και τα μούτρα να παριστάνει τον σκληρό. Ε όχι λοιπόν, τούτο δεν θα παιρνούσε έτσι. Αν αυτός μπορούσε να εκμεταλλευτεί τη στιγμιαία ανθρώπινη αδυναμία που την είχε υποσυνείδητα επηρεάσει, θα έβλεπε ποια στ' αλήθεια είναι η Σόφη Αμπελά. Ήταν για κείνη πλέον ζήτημα τιμής, ορκίστηκε ότι θα τον έβαζε να πληρώσει με κάθε δυνατό μέσο.
Προετοιμάστηκε στο σπίτι ολόκληρο το σαββατοκύριακο, προβάρισε ακόμα και την έσχατη λεπτομέρεια. Οι λέξεις σφύριζαν σαν ξυράφια, οι αναπνοές της έπεφταν σαν καμτσικιές, οι ατάκες οργανωμένες κι αδιαπέραστες σα μακεδονική φάλαγγα. Όμως ο μπάσταρδος δεν της έδωσε την ευκαιρία να χρησιμοποιήσει όσα προετοίμασε. Από κείνη τη μέρα δεν σήκωνε καθόλου το τηλέφωνο. Αυτή όμως δεν το 'βαλε κάτω. Κινητό, σταθερό, σταθερό και πάλι κινητό, είκοσι φορές τη μέρα, πρωί μεσημέρι απόγευμα. Αυτός όμως τίποτα. Δεν είχε κλείσει το κινητό, δεν είχε αποσυνδέσει το σταθερό, τ' άφηνε και χτυπούσαν κανονικά. Τον έπαιρνε από δέκα διαφορετικά νούμερα, για την περίπτωση που αναγνώριζε κάποια απ' αυτά και δεν το σήκωνε επιλεκτικά. Μέχρι κι απ' το δικό της, απ' του άντρα της, απ' του πατέρα της κι απ' της αδελφής της τον έπαιρνε, να τον μπερδέψει. Κανένα αποτέλεσμα.
Μα τι άνθρωπος ήταν επιτέλους αυτός; Οι εκπαιδευτές τους είχαν επισημάνει πως ο μέσος άνθρωπος, ο κανονικός άνθρωπος, δεν μπορούσε ν' αντισταθεί στον ήχο του κουδουνιού που τον καλεί, γιατί έτσι είναι εκπαιδευμένος, μπηχεβιοριστικά, απ' την καμπάνα της εκκλησίας, το κουδούνι του σχολείου, τη σάλπιγγα στον στρατό. Η προσπάθεια ν' αποφύγει κανείς ένα κουδούνι που τον καλεί συνοδεύεται από τόνους ενοχών, από αίσθημα απώλειας κι απελπισίας, κρίσεις άγχους, γενικά το υποκείμενο υποφέρει όταν προσπαθεί ν' αντισταθεί. Κανείς δεν μπορεί να ξεφύγει για πολύ. Κανείς, εκτός απ' τον Λεγάκη. Δεν ήταν φυσιολογικός άνθρωπος αυτός, κάτι πήγαινε στραβά. Σκληρός χαρακτήρας, αδίστακτος, αποφασισμένος, δηλαδή επικίνδυνος. Χωρίς τσίπα, ντροπή κι ενοχές, σίγουρα άθεος κι αντίχριστος. Αντιμιλούσε, δεν φοβότανε, άρα ήταν εκπαιδευμένος στον ψυχολογικό πόλεμο, άνθρωπος του υποκόσμου, μπορεί και τρομοκράτης. Τρομοκράτης...
Ο Λεγάκης της είχε γίνει εμμονή, ήταν πέρα και πάνω απ' τη δουλειά, είχε γίνει προσωπικός λογαριασμός. Τι κι αν ο άντρας της ο Σώτος προσπαθούσε να βρει δικαιολογίες για την πάρτη του (γιατί άραγε; Ένοχος ένοχον ου ποιεί, Σόφη το νου σου). Μήπως ήταν άρρωστος, μήπως είχε πεθάνει, μήπως είχε φύγει μετανάστης, τέτοιες βλακείες της αράδιαζε. Μα ρε πουλάκι μου, αν όντως είχε ψοφήσει αυτό το τομάρι, το κινητό του θα είχε ξεμείνει από μπαταρία, δεν θα καλούσε μετά από δυο τρεις μέρες. Άσε που θα χτύπαγε στην κηδεία του, τι στα διάλα. Όλο και κάποιος θα το άκουγε προτού τόνε παραχώσουν. Αν τυχόν ήταν άρρωστος, κάποιος θα τόνε φρόντιζε, στο νοσοκομείο ή στο σπίτι, κάποιος θα είχε βρεθεί να το σηκώσει το ρημάδι. Μετανάστης πάλι αποκλείεται πενήντα πέντε χρονώ γομάρι. Δεν παίρνουν τόσο μεγάλους στο εξωτερικό, για συνταξιοδοτικούς λόγους. Όχι, ήταν εδώ, ήταν καλά και γελούσε μαζί της, έπαιζε με τη δουλειά της το καθίκι.
Να είχε μείνει άνεργος; Μπορεί...
Όμως και πάλι τι σόι άνεργος ήταν αυτός που δεν σήκωνε το τηλέφωνό του; Δεν έψαχνε για εργασία; Δεν φοβόταν μην τον πάρουν για δουλειά και χάσει την ευκαιρία; Όχι, όχι, ο χαραμοφάης, ούτε για δουλειά έψαχνε...
Τότε της κόλλησε η βεβαιότητα πως τούτος λήστευε τράπεζες, πώς αλλιώς ζούσε το ρεμάλι, ήταν ο εγκέφαλος εγκληματικής συμμορίας ο μούλος, να μου το θυμηθείς. Είχαν περάσει τέσσερις μήνες κι εκείνος άφαντος. Αποφάσισε πως μόλις έμπαινε ο επόμενος μήνας, θα 'παιρνε τηλέφωνο την αντιτρομοκρατική και θα τον κατάγγελνε. Θα τον ξετρύπωνε πάση θυσία, κανείς δεν θα έμπαινε εμπόδιο στη δουλειά της, κανένας δεν είχε το δικαίωμα να την αγνοεί ατιμώρητα, που να πάρει και να σηκώσει ο γερο-διάολος...
~~{}~~
Ο Θάνος Λεγάκης κάπνιζε το τελευταίο του τσιγάρο στο μπαλκόνι. Το βλέμμα του σχεδόν με δικιά του θέληση, πότε τρεμόπαιζε γύρω απ' την κάφτρα που όλο έφτανε πιο κοντά στα κιτρινισμένα του δάχτυλα, πότε μετριότανε με το κενό που τον περίμενε μ' ορθάνοιχτη την αγκαλιά. Δεν ήταν ζωή αυτή, δεν είχε χαΐρι, καμιά χαρά δεν του 'χε μείνει. Μονάχα τύψεις, ενοχές κι ένα αίσθημα ματαίωσης που τον κατέτρυχε λες κι ήταν ο Ιούδας. Όμως τουλάχιστον κείνος είχε τριάντα αργύρια να ξοδέψει. Αλήθεια, πόσους λογαριασμούς μπορούσες να πληρώσεις με τριάντα αργύρια κείνα τα χρόνια; Τυχεροί, δεν είχαν τηλέφωνα, κινητά ή σταθερά, δεν είχαν ρεύμα και το νερό ήτανε τσάμπα, όσο για ξύλα γεμάτος ο τόπος.
Γιατί τότε αυτοκτόνησε ο βλάκας;
Είχε τύψεις λέει που πρόδωσε τον δάσκαλό του. Ίσως και να χρωστούσε φόρους στους Ρωμαίους, αν και δύσκολα θα μπορούσαν οι Ρωμαίοι να συναγωνιστούν τους Παγκόσμιους Δανειστές σ' αυτόν τον τομέα. Τελικά κατάλαβε πως ο Ιούδας και κείνος είχαν μοναχά ένα κοινό: είχαν προδόσει κι οι δυο τον εαυτό τους.
Τύψεις...
Σπουδαία τα λάχανα! Ο Θάνος είχε προδώσει τα παιδιά του, την οικογένειά του, δεν μπόρεσε να τους στηρίξει, δεν κατάφερε να τους κρατήσει ενωμένους. Σκορπίσανε από 'δω κι απο κεί, μετανάστες, ο ένας στην Αυστραλία, ο άλλος Γερμανία, η μικρή του παντρεύτηκε στην Αγγλία έναν κοκκινοτρίχη φακιδιάρη ονόματι Άρτσιμπαλντ, για όνομα του Χριστού και της Παναγίας. Ήτανε σίγουρος πως το 'κανε από ανάγκη, όπως από ανάγκη ξενιτεύτηκαν και τ' αγόρια. Δεν μπορούσε να συγχωρέσει τον εαυτό του που τ' άφησε να φύγουν. Ούτε η Μαρία, σύζυγος του για πιότερο από τριάντα χρόνια, του το συγχώρεσε. Τον άφησε μόλις έμεινε άνεργος, λες κι ήταν ο μοναδικός, τον πούλησε για μια μπουκιά τυρόπιτα. Όμως και πάλι είχε τύψεις, έφταιγε κείνος που αυτή τόνε παράτησε - τι θα τρώγαμε, τα ποδια μας; - τι κι αν ο κολλητός του ο Μιχάλης προσπαθούσε να τόνε πείσει πως δεν έφταιγε διόλου. Μεγάλη καρδιά ο Μιχάλης, να 'ναι καλά, όμως κι αυτός με τ' αντικαταθλιπτικά στέκεται.
Είχε οκτώ μήνες που δούλευε απλήρωτος όταν έμαθε τα νέα. Η εταιρεία έσκασε κανόνι, κανονικά και με τον νόμο. Μεγάλη κατασκευαστική κρατικοδίαιτη εταιρεία, δούλευε είκοσι χρόνια εκεί ως μηχανικός ο Θάνος κι ονειρευότανε να γίνει αρχιμηχανικός, του το 'χαν τάξει πως του χρόνου θα 'παιρνε την προαγωγή.
Του χρόνου...
Πολύ πριν απ' του χρόνου, το κλείσανε το μαγαζί. Δεν έβγαιναν λέει, ένεκα η κρίση. Ούτε δεδουλευμένα, ούτε αποζημίωση, ούτε τίποτα, μήτε καν επίδομα ανεργίας, γιατί τα τελευταία τέσσερα χρόνια δούλευε με μπλοκάκι. Μετά είδε στη φυλλάδα τον γιο του αφεντικού και το περίφημο πάρτι του στη Μύκονο, το δαπανηρότερο λένε όλων των εποχών και γύρισε το μάτι του ανάποδα.
Είχε φάει ό,τι είχε και δεν είχε τόσους μήνες που δούλευε απλήρωτος κι άλλον ένα χρόνο άνεργος, είχε δανειστεί κι από πάνω. Τώρα όλα πήγαν αμόντε. Όλη του η ζωή ήταν ένα τέλμα, μια ξεφτίλα, έζησε για ένα τίποτα κι αυτή η σκέψη δεν μπορούσε να του φύγει όσα ούζα κι αν κατέβαζε στην ταβέρνα του Θοδωρή, που κρατούσε τεφτέρι. Δεν πήγαινε άλλο, το 'χε πια πάρει απόφαση.
Έγραψε το γράμμα, δώρισε μάλιστα το κορμί του στο νεκροτομείο, αφού δεν είχε μία για την κηδεία κι έτσι κι αλλιώς εκεί θα κατέληγε το πτώμα. Αν δεν μπορείς να το αποφύγεις, χαλάρωσε για να το απολαύσεις. Σκεφτόταν ότι οι φοιτητές της ιατρικής θα είχαν τη σπάνια ευκαιρία να μελετήσουν τον αντίκτυπο μιας πτώσης τριάντα μέτρων στο σκελετικό σύστημα του ανθρώπου. Άραγε θα έπεφτε με το στήθος ή με την πλάτη, μήπως με το κεφάλι; Τούτο ωστόσο θα το έκρινε η βαρύτητα κι έπειτα η επιστήμη κι ήταν ίσως το μόνο πράγμα που μ' έναν παράδοξο μαζοχιστικό τρόπο τον γέμιζε περηφάνια, ακόμα κι ελπίδα.
Το τσιγάρο έφτανε στο τέλος του και δεν είχε άλλο ν' ανάψει. Το βλέμμα του έπεσε στο τηλέφωνο, σα μελοθάνατος που περιμένει χάρη την ύστατη στιγμή. Ναι, ήταν μελοθάνατος, όμως δεν υπήρχε δικαστήριο να τον αθωώσει.
Κείνη τη στιγμή το τηλέφωνο άρχισε να χτυπάει, κάνοντάς τον να πεταχτεί ως εκεί απάνω, μ' ένα παράξενο φτερούγισμα στο ηλιακό του πλέγμα. Εντάξει, δεν υπήρχε κανένας να τον αθωώσει. Αν ήταν όμως εκείνη; Αν τον έπαιρνε να του πει πως τον αγαπάει όπως παλιά; Αν ήταν ένα απ' τα παιδιά να του πει μια γλυκιά κουβέντα, ότι έρχεται αύριο να τον δει, ότι τους έλειψε;
Σηκώθηκε βαρύθυμα και κατευθύνθηκε προς τη συσκευή, με μια αμυδρή ελπίδα να μπουμπουκιάζει μέσα του. Ας ήταν κι ο Μιχάλης, να πιούνε μια ρακή κι αύριο πάλι βλέπουμε.
"Λέγετε;" απάντησε ανόρεχτα, άτονα, σχεδόν ξεψυχισμένα.
"Παρακαλώ, ο κύριος Λεγάκης Αθανάσιος;" μια γυναικεία φωνή, που έμοιαζε να έχει κάτι πολύ σημαντικό να του πει. Λες να είχαν πάθει κάτι τα παιδιά; Αναρίγησε στη σκέψη, που όμως ακόμα του 'δινε μια στάλα ελπίδα να πιαστεί, έναν λόγο να μη φουντάρει.
"Μάλιστα, ο ίδιος" της απάντησε με την ψυχή του στην κωλότσεπη, μόνο που ήταν πια πολύ αργά για να δείξει συναίσθημα, η φωνή του ακούστηκε επίπεδη και ξένη.
"Ονομάζομαι Αμπελά Σοφία και τηλεφωνώ από την Άρπα Μπανκ". Ω ρε πούστη μου, μόνο εσύ μας έλειπες. Ένιωσε ένα αμόνι να πλακώνει το στήθος του. Πάλι λεφτά ζητάνε τα κοράκια, τ' αρχίδια μου θα πάρουνε. Ας έρθουν στον Βελζεβούλη με διαταγές πληρωμής. Ειρωνικά, τούτη η σκέψη ήταν το τελευταίο πράγμα που τον διασκέδαζε ακόμα.
"Ναι, σας ακούω" έκανε μηχανικά, μετά από μερικά δευτερόλεπτα που το μυαλό του βυθίστηκε σε απόλυτο σκοτάδι.
"Σας ενημερώνω ότι για δική σας ασφάλεια η συνομιλία καταγράφεται" συνέχισε απτόητη η καρακάξα. Είχε μια λιμασμένη προσμονή η φωνή της, σαν αρπακτικό που μυρίστηκε αίμα, σα λευκός καρχαρίας. Δε μίλησε. Και τι να 'λεγε δηλαδή; Ότι δεν τον άφηναν ούτε να πεθάνει με την ησυχία του; Ότι δε βρέθηκε ένας άνθρωπος να του πιάσει το χέρι την κρίσιμη ώρα; Ότι τα κοράκια θα διαμέλιζαν το σώμα του και θα πουλούσανε τα ιμάτιά του; Κοινοτοπίες!
Ευτυχώς το σπίτι ήταν στο όνομα του γιου του του μεγάλου και δεν θα μπορούσαν να το πάρουν οι νταβατζήδες. Μετά σκέφτηκε πως θα το 'παιρνε το κωλοκράτος, αν δεν είχε ο μεγάλος να πληρώσει τα χαράτσια. Εντάξει, έχει δουλειά, κάτι θα κάνει. Το σκατό μου θα φάτε κερατάδες, με τούτη τη χαρά θα φύγω...
"Μπορείτε σας παρακαλώ να μου πείτε τον αριθμό ταυτότητας ή το ΑΦΜ σας για να είμαστε σίγουροι ότι μιλάμε μαζί σας;" η αντιπαθητική φωνή της καρακάξας σαν να τον ξυπνησε απ' την ονειροπόληση, ξαφνικά και βίαια. Τι νόημα είχε αυτή η συζήτηση; Γιατί δεν τον αφήνανε μονάχο, να κοιτάξει για τα στερνά τον εαυτό του κατάμουτρα και να σταθεί, έστω μια φορά σ' όλη του την αφτέρωτη ζήση, στο ύψος των περιστάσεων; Γιατί καρφώνανε κι άλλα καρφιά στον σταυρό του;
"Όχι δεν μπορώ" είπε καθώς πατούσε το κόκκινο κουμπί με λύσσα "έχω δουλειά, είμαι απασχολημένος, έχω να πεθάνω σήμερα, καταλαβαίνετε, ίσως μια άλλη φορά", συμπλήρωσε σαρκαστικά, μιλώντας στον αέρα. "Έχω να πεθάνω σήμερα..."
Πήγε μέχρι το μπαλκόνι και κρεμάστηκε απ' τα κάγκελα του ρετιρέ. Όχι από 'δω, θα καταστρέψω το αμάξι του Φίλιππα, ακόμα πληρώνει τις δόσεις ο δόλιος, είναι κι άνεργος από πάνω.
Όχι από εκεί, παίζουν παιδιά στον ακάλυπτο, τι φταίνε τα παιδιά;
Όχι, όχι, αυτή η πλευρά έχει δέντρα, μπορεί και να μου κόψουν την πτώση κι απλά να τραυματιστώ, όμως πού λεφτά για νοσοκομείο.
Εδώ, εδώ είναι καλά, στη γωνιά...
Το μυαλό του δούλευε πυρετωδώς, μια παράδοξη ζωτικότητα, σχεδόν ενθουσιασμός, τον είχε κυριέψει. Κοίταξε δεξιά κι αριστερά, βεβαιώθηκε πως δεν ερχόταν κανείς για τουλάχιστον εκατό μέτρα από κάθε πλευρά της διασταύρωσης, πήρε φόρα, έκανε το σταυρό του αν και δεν πίστευε - αλλά πού ξέρεις τι γίνεται, κράτα μια πισινή - έτρεξε τα λίγα μέτρα που τον χώριζαν απ' τη λύτρωση με χάρη γατόπαρδου και μ' ένα ρευστό πήδημα βρέθηκε να κοιτάζει το πεζοδρόμιο που χιμούσε κατά πάνω του σα νταλίκα στο αντίθετο ρεύμα. Ένιωσε για πρώτη φορά στη ζωή του λεύτερος, Λεύτερος! (Ελευθερία ή Θάνατος; Ελευθερία ίσον Θάνατος Καραϊσκάκη μου...)
Ύστερα πια τίποτα δεν είχε σημασία...
~~{}~~
Το κινητό του Λεγάκη άρχισε και πάλι να χτυπάει, οκτώ η ώρα το πρωί. Ξέχασε να το βγάλει απ' τον φορτιστή. Είχε σοβαρότερα πράγματα να σκεφτεί κείνη τη μέρα, έτσι η μπαταρία δεν άδειαζε ποτέ. Χτύπησε, χτύπησε, κουντούρτισε, λύσσαξε κι ύστερα σταμάτησε ξαφνικά, για ν' αρχίσει να χτυπάει το σταθερό, πριν ακόμα σβήσει ο ήχος του κινητού. Αλύχτησε κι αυτό για ώρα κι ύστερα σταμάτησε...
Η Σόφη Αμπελά έκλεισε γι' άλλη μια φορά τη γραμμή. Ήταν έξω φρενών, άσχετα που η αυτοκυριαρχία και το εργασιακό της στάτους δεν της επέτρεπαν να το εκδηλώνει. "Νομίζει πως είναι μάγκας ε; Καλά!" έκανε πικρόχολα. Κοίταξε την ημερομηνία στον υπολογιστή. Σήμερα είχε μπει ο πέμπτος μήνας που ο Λεγάκης έκανε τον δύσκολο. Κοίταξε πίσω της κι είδε τον Αποστόλου να πίνει αριμανίως καπουτσίνο στο γραφείο του, μ' εκείνο το αυτάρεσκο ύφος που της θύμιζε το γουρούνι του Αρκά. Πόσο θα 'θελε να του σιδέρωνε τη μούρη με ατμοσίδερο να 'χει αυτό το ύφος μόνιμα, ακόμα κι όταν σφίγγεται για να χέσει. Φαντασιωνότανε τα πρωτοσέλιδα: "Λαυρέντης Αποστόλου, η σύγχρονη Σπυριδούλα" κι ένα αδιόρατο χαμόγελο ξέφυγε απ' τα σφιγμένα της χείλη, σαν τζογαδόρου που οραματίζεται τζακ ποτ.
Βεβαιώθηκε πως δεν την έβλεπε κανένας, άφησε το ποντίκι του υπολογιστή με τον κέρσορα πάνω στο νούμερο της κυρίας Λιανού - μια καλοκάγαθη γριούλα που πάντα πλήρωνε τα σπασμένα του Λεγάκη - έπιασε το κινητό της και σχημάτισε το νούμερο της αντιτρομοκρατικής...
* Τα ονόματα των χαρακτήρων είναι σχετικά κοινά, όμως σχηματίστηκαν αποκλειστικά μέσα στο κεφάλι μου, χωρίς να έχω στο μυαλό μου κάποιον συγκεκριμένο. Εάν κάποιοι από εσάς είδατε εδώ τα ονόματά σας, ζητώ ταπεινά συγνώμη, δεν ήθελα να σας κακοκαρδίσω...
πηγή: Otto Great Chaos
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου