Σκέφτεται κανείς ότι η σκλαβιά είναι μια πολύ σοβαρή υπόθεση; Λέμε για την ελευθερία, αλλά καμιά φορά ξεχνάμε πώς είναι να είσαι σκλαβωμένος. Το να αναθέτεις σε κάποιον άλλον να αποφασίζει τι θα κάνεις, είναι για πολλούς μεγάλη παρηγοριά∙ τους απαλλάσσει απ’ την προσωπική ευθύνη να διαλέξουν. Έχει ποτίσει τα κόκκαλά τους η σκέψη ότι αιτία της ύπαρξής μας είναι να χανόμαστε στο πλήθος, να μην παίρνουμε συνειδητές αποφάσεις. Τρομάζουν με τη δύναμη, αλλά τους ελκύει κιόλας.
Η δύναμη γίνεται σημείο αναφοράς, ένας τρόπος για τους τυφλοπόντικες να ορούν στο σκοτάδι. Ελάχιστοι είχαν τη δύναμη να βλέπουν ανάμεσα στους τυφλούς και να μην την κάνουν εξουσία. Από την ώρα που θα γυρίσεις στο σπίτι, το τι θα φας, τι ώρα θα σχολάσεις, ποιες μέρες είναι για ξεκούραση, ποιες για πένθος και ποιες για διασκέδαση, όλα τον ίδιο κύκλο κάνουν.
Είναι εύκολο να μην αποφασίζεις για σένα. Είναι σχεδόν ηδονιστικό, είναι τόσο ανώδυνο, μοιάζει με ωραίο, είναι διασκεδαστικό, μπορείς να περάσεις όχι μόνο τη δική σου ζωή, αλλά και όσων αγαπάς τόσο ανεύθυνα, που ούτε που θα το αντιληφθείς. Το μόνο που καταλαβαίνεις είναι η βία. Γιατί τότε κάποιος σου δίνει ένα χτύπημα στην πλάτη και σ’ αναγκάζει να διαλέξεις αν θ’ απαντήσεις ή όχι.
Αλλά τι γίνεται με όλες τις επιλογές που δεν έκανες; Τι γίνεται με τις στιγμές που μαζεύεις στη μνήμη τη δική σου ή κάποιας μηχανής; Είναι όλες εκείνες οι ανεύθυνες στιγμές, που είναι ευχάριστες, που κάποιες άβολες εικόνες τις χαλούν, που γεμίζουν τις μέρες και τις νύχτες σου με μια στρωτή γραμμή. Πώς είναι να ζεις κανονικά, τέλος πάντων; Να μη σε νοιάζει; Να μη θέλεις να πάρεις καμιά απόφαση; Να κρατάς απ’ το χέρι ατσάλινες παλάμες, που σε σφίγγουν, σου λιώνουν το μυαλό και την ψυχή, αλλά εσύ νιώθεις έναν πόνο στην καρδιά, μια μελαγχολία, ένα άγχος που τα πράγματα δεν πήγαν όπως ήθελες, που δεν πέτυχες τόσα, που δεν κέρδισες τόσα; Πώς είναι άραγε όλοι αυτοί οι κανονικοί άνθρωποι, που κοιμούνται και ξυπνούν κάθε μέρα με το ίδιο όνειρο, με την ίδια αυταπάτη, ότι όλα θα πάνε καλά, κανείς δε θα τους πειράξει, είναι ασφαλείς;
Ποιος πόλεμος απ’ όλους θα τους χτυπήσει με ένα σφυρί στην χάρτινη καρδιά τους, για να τους διαβεβαιώσει ότι το συμβόλαιο τελείωσε και το γλέντι αναβάλλεται για άλλη ζωή, μετά τις μάχες; Πόσοι πόλεμοι θα περάσουν από δίπλα τους, χωρίς να τους αγγίξουν; Πόσες ζωές θα χαθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο;
Σταματάς να ρωτάς κάποτε, ο κόσμος είναι αυτός που είναι λες και μένεις μετέωρος. Δεν πας πουθενά. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Μένεις εκεί, να εκπορεύεσαι εκ δεξιών της μνήμης, που δεν τελειώνει ποτέ. Γι’ αυτό, όσοι θυμούνται, καλό είναι να μην το δείχνουν με ένα βουβό βλέμμα. Ίσως να πρέπει να μιλούν πιο πολύ, για όσα δεν έμαθαν ακόμη, για όσα μπορούν να ξεκινήσουν σε λίγο, για όσα δε θα τελειώσουν ποτέ.
Η δύναμη γίνεται σημείο αναφοράς, ένας τρόπος για τους τυφλοπόντικες να ορούν στο σκοτάδι. Ελάχιστοι είχαν τη δύναμη να βλέπουν ανάμεσα στους τυφλούς και να μην την κάνουν εξουσία. Από την ώρα που θα γυρίσεις στο σπίτι, το τι θα φας, τι ώρα θα σχολάσεις, ποιες μέρες είναι για ξεκούραση, ποιες για πένθος και ποιες για διασκέδαση, όλα τον ίδιο κύκλο κάνουν.
Είναι εύκολο να μην αποφασίζεις για σένα. Είναι σχεδόν ηδονιστικό, είναι τόσο ανώδυνο, μοιάζει με ωραίο, είναι διασκεδαστικό, μπορείς να περάσεις όχι μόνο τη δική σου ζωή, αλλά και όσων αγαπάς τόσο ανεύθυνα, που ούτε που θα το αντιληφθείς. Το μόνο που καταλαβαίνεις είναι η βία. Γιατί τότε κάποιος σου δίνει ένα χτύπημα στην πλάτη και σ’ αναγκάζει να διαλέξεις αν θ’ απαντήσεις ή όχι.
Αλλά τι γίνεται με όλες τις επιλογές που δεν έκανες; Τι γίνεται με τις στιγμές που μαζεύεις στη μνήμη τη δική σου ή κάποιας μηχανής; Είναι όλες εκείνες οι ανεύθυνες στιγμές, που είναι ευχάριστες, που κάποιες άβολες εικόνες τις χαλούν, που γεμίζουν τις μέρες και τις νύχτες σου με μια στρωτή γραμμή. Πώς είναι να ζεις κανονικά, τέλος πάντων; Να μη σε νοιάζει; Να μη θέλεις να πάρεις καμιά απόφαση; Να κρατάς απ’ το χέρι ατσάλινες παλάμες, που σε σφίγγουν, σου λιώνουν το μυαλό και την ψυχή, αλλά εσύ νιώθεις έναν πόνο στην καρδιά, μια μελαγχολία, ένα άγχος που τα πράγματα δεν πήγαν όπως ήθελες, που δεν πέτυχες τόσα, που δεν κέρδισες τόσα; Πώς είναι άραγε όλοι αυτοί οι κανονικοί άνθρωποι, που κοιμούνται και ξυπνούν κάθε μέρα με το ίδιο όνειρο, με την ίδια αυταπάτη, ότι όλα θα πάνε καλά, κανείς δε θα τους πειράξει, είναι ασφαλείς;
Ποιος πόλεμος απ’ όλους θα τους χτυπήσει με ένα σφυρί στην χάρτινη καρδιά τους, για να τους διαβεβαιώσει ότι το συμβόλαιο τελείωσε και το γλέντι αναβάλλεται για άλλη ζωή, μετά τις μάχες; Πόσοι πόλεμοι θα περάσουν από δίπλα τους, χωρίς να τους αγγίξουν; Πόσες ζωές θα χαθούν με τον έναν ή τον άλλον τρόπο;
Σταματάς να ρωτάς κάποτε, ο κόσμος είναι αυτός που είναι λες και μένεις μετέωρος. Δεν πας πουθενά. Ούτε μπρος ούτε πίσω. Μένεις εκεί, να εκπορεύεσαι εκ δεξιών της μνήμης, που δεν τελειώνει ποτέ. Γι’ αυτό, όσοι θυμούνται, καλό είναι να μην το δείχνουν με ένα βουβό βλέμμα. Ίσως να πρέπει να μιλούν πιο πολύ, για όσα δεν έμαθαν ακόμη, για όσα μπορούν να ξεκινήσουν σε λίγο, για όσα δε θα τελειώσουν ποτέ.
Πηγή: Anarchy Press
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου