[...] Όταν ο Έλληνας γλύπτης σμίλευε το μάρμαρο, προσπαθούσε να εκφράσει το πνεύμα και την καρδιά της πόλης. Όλα της τα πάθη, όλες της οι ένδοξες παραδόσεις ήταν να ξαναζήσουν μέσα στο έργο του. Αλλά σήμερα η ενιαία πόλη έχει πάψει πια να υπάρχει. Δεν υπάρχει πια κοινότητα των ιδεών. Η πόλη δεν είναι παρά τυχαίο συνονθύλευμα ανθρώπων που δε γνωρίζουν ο ένας τον άλλον, που δεν έχουν άλλο κοινό ενδιαφέρον, παρά το πώς θα πλουτίσουν ο ένας εις βάρος του άλλου. Πατρίδα δεν υπάρχει... Ποια κοινή πατρίδα μπορεί να μοιραστεί ο διεθνής τραπεζίτης με εκείνον που μαζεύει κουρέλια; Μόνον αφού οι πόλεις, οι επαρχίες, τα έθνη, οι ομάδες εθνών, θα έχουν ανανεώσει την αρμονική ζωή τους, μόνο τότε η τέχνη θα μπορέσει να αντλήσει την έμπνευσή της από κοινά ιδεώδη. Τότε ο αρχιτέκτονας θα συλλάβει το μνημείο της πόλης, που δεν θα είναι πια ναός, φυλακή ή φρούριο. Τότε ο ζωγράφος, ο γλύπτης, ο χαράκτης, ο διακοσμητής θα γνωρίζουν πού να τοποθετήσουν τους πίνακες, τα αγάλματα και τους διάκοσμούς τους, αντλώντας τη δύναμη της εκτέλεσης από την ίδια ζωτική πηγή, βαδίζοντας όλοι μαζί ένδοξα προς το μέλλον.
Μέχρι τότε η τέχνη δεν μπορεί παρά να φυτοζωεί. Οι καλύτεροι πίνακες των σύγχρονων καλλιτεχνών είναι εκείνοι που αναπαριστούν τη φύση: χωριά, κοιλάδες, η θάλασσα με τους κινδύνους της, το βουνό με το μεγαλείο του. Μα πώς μπορεί ο ζωγράφος να εκφράσει την ποίηση της δουλειάς στο χωράφι, όταν την έχει σκεφτεί, φανταστεί μονάχα, τη στιγμή που ποτέ δεν έχει γευτεί ο ίδιος τη χαρά της; Όταν δεν την γνωρίζει παρά όσο το αποδημητικό πουλί γνωρίζει τη χώρα πάνω από την οποία πετάει στα ταξίδια του; Όταν στην πρώτη νιότη του δεν ακολούθησε το αλέτρι την αυγή, δεν γνώρισε τη χαρά να θερίσει τα σπαρτά με ένα πλατύ δίπλωμα του δρεπανιού, δίπλα σε γεροδεμένους ξωμάχους, που έδεναν το σανό με σφρίγος αντάξιο των ολοζώντανων κοριτσιών που πλημμύριζαν τον αέρα με τα τραγούδια τους; Την αγάπη για τη γη και για ό,τι φυτρώνει πάνω της δεν την αποκτάς ζωγραφίζοντάς την με το πινέλο, μόνο με το να τη δουλεύεις. Και χωρίς να την αγαπάς, πώς να την ζωγραφίσεις; Αυτός είναι ο λόγος που, ό,τι κι αν έχουν φτιάξει, με αυτό το θέμα, ακόμη κι οι καλύτεροι ζωγράφοι, είναι ακόμη τόσο ατελές, τόσο επίπλαστο, σχεδόν πάντοτε απλώς και μόνο αισθηματικό. Του λείπει η δύναμη.
Πρέπει να έχεις δει το ηλιοβασίλεμα ενώ γυρνάς απ' τη δουλειά. Πρέπει να έχεις κάνει αγρότης μεταξύ αγροτών για να συγκρατήσεις το μεγαλείο του στα μάτια σου. Πρέπει να έχεις βρεθεί στη θάλασσα με τους ψαράδες, κάθε ώρα της μέρας και της νύχτας, να έχεις ψαρέψει ο ίδιος, να έχεις παλέψει με τα κύματα, να έχεις αναμετρηθεί με την καταιγίδα, και μετά από σκληρή δουλειά να έχεις γευτεί τη χαρά να τραβήξεις βαρύ το δίχτυ ή την απογοήτευση να το δεις αδειανό, για να καταλάβεις την ποίηση του ψαρέματος. Πρέπει να έχεις κάνει στο εργοστάσιο, να έχεις γνωρίσει τον κάματο και τις χαρές της δημιουργικής εργασίας, να έχεις σφυρηλατήσει μέταλλα στο λαμπρό φως του φούρνου του μεταλλουργείου, να έχεις νιώσει τη ζωή μέσα στη μηχανή, για να καταλάβεις τη δύναμη του ανθρώπου και να την εκφράσεις σ' ένα έργο τέχνης. Αλήθεια, πρέπει να έχεις διαποτιστεί από τα λαϊκά αισθήματα για να τα περιγράψεις. Εκτός αυτού, τα έργα των μελλοντικών καλλιτεχνών, που θα έχουν ζήσει τη ζωή του λαού, όπως οι μεγάλοι καλλιτέχνες του παρελθόντος, δεν θα προορίζονται για πώληση. Θα είναι μέρος αναπόσπαστο του καθολικής ζωής, που θα είναι ατελής χωρίς αυτά, όπως κι αυτά θα είναι ατελή χωρίς εκείνη. Οι άνθρωποι θα πηγαίνουν στην ίδια την πόλη του καλλιτέχνη για να δουν το έργο του, και η ομορφιά αυτού του έργου, γεμάτη πνεύμα κι ευγένεια, θα φέρνει το επωφελές αποτέλεσμά της στην καρδιά και στο νου.
Πέτρος Κροπότκιν, "Η κατάκτηση του ψωμιού"
Κεφάλαιο 9, "Η ανάγκη της πολυτέλειας"
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου