Δεν ξέρω τι άλλο θέλει απ’ τη ζωή μου τούτος ο μπάσταρδος. Τον φροντίζω, τον προστατεύω, τον διακονώ. Δεν του ‘χω στερήσει ποτέ το παραμικρό. Ελευθερία, πάνω απ’ όλα ελευθερία. Πάντοτε με διάλογο, σχολή του Μοντεσόρι. Όπως κάθε καλομαθημένο κωλόπαιδο, έτσι κι αυτός. Πιάνει την ελευθερία και μου τήνε τρίβει κατάμουτρα. Μασάει το διάλογο και φτύνει στρεψοδικία. Εγώ φταίω πάντοτε για όλα. Αναμικιόρα φύση, της αγνωμοσύνης έπεται αναισχυντία. Ύστερα μου αλλάζει το τροπάρι και μου πουλάει αγάπες. Παίρνει κείνο το ύφος, Θεέ μου σχώρνα με, το γλυκερό, σαν νταβατζής· είναι φορές που μου γυρνάει τ’ άντερα ο παλιόπουστας.
Όλα τα κάνει για το καλό μου, ήθελε βρε κουτό να με δοκιμάσει. Φούμαρα! Οργίζομαι, θωρακίζομαι, αποτραβιέμαι. Ύστερα πλακώνει ο λογισμός, που λέει κι ο Γέροντας πως είναι του Διαβόλου. Ψιθυρίζει λόγια φρούδα κι ελπίδες πλάνες, όχι απαραίτητα με τούτη τη σειρά. Όλες του οι σιχαμένες δικαιολογίες, τ’ ανόητα ευφυολογήματα, κάθε του ταπεινωτικό νεύμα και βλέμμα καταφρόνιας, ξάφνου αρχίζουν ν’ αποκτάνε άλλο νόημα, να μπαίνουνε σε τάξη, στη δικιά του τάξη. Αρχίζει και μου λείπει, πρέζα στη φλέβα κι όλα τούτα τα καψούρικα που λεν υπό παρόμοιες περιστάσεις. Πόσο είμαι επιρρεπής στα τετριμμένα, ξέρει πως έχει δίκιο κάθε φορά που μου το κοπανάει.
Κάποτε καυχήθηκε, πως μπορεί να προσβάλει κάποιον εκατό φορές μέσα σε δέκα λεπτά, ενώ ο άλλος χαμογελάει, βέβαιος πως τον λούζει στους επαίνους. Ναι το καθίκι. Είχε τα μούτρα μπροστά μου να το πει. Είδα στα μάτια των άλλων τη χλεύη, πως τάχα τους το παίζει κάποιος, ο λιμοκοντόρος. Μονάχα να με ρώταγαν, ε ρε γλέντια έτσι κι άνοιγα το στόμα. Μόνο εγώ γνωρίζω τι σάπιο τομάρι είναι ο λεγάμενος, από μέσα κι απ’ έξω. Ύστερα σκέφτηκα πως μάλλον ήξεραν, αλλιώς δεν θα τον κάνανε παρέα. Ίσως η χλεύη ν’ απευθυνότανε σε μένα, που ‘χω δεχτεί προσβολές μυριάδες μυριάδων και κάθε φορά στεκόμουν να χαμογελάω σαν το ψημένο κεφάλι.
Δεν πα’ να ‘χω χίλια δίκια; Πάλι εγώ καταλήγω να του ζητάω συγνώμη και να τον παρακαλάω να τα βρούμε. Ξέρω πως εντέλει θα ενδώσει και θ’ αρχίσει για λίγο τις μαργιολιές. Ποιος θα τόνε ταΐζει, έχουνε κι άλλοι θαρρείς την έγνοια του, εποχές που ‘ναι; Εγώ ήμουνα πάντοτε δουλευτής. Έτσι μ’ έμαθε ο πατέρας μου, είχαμε αρχές στην οικογένεια. Σπούδαζα, έχτιζα καριέρα, μάζευα μπεζαχτά, ήμουνα τύπος κι υπογραμμός. Αυτός από πιτσιρικάς γουστάριζε να μπλέκει. Γύρευε να το παίζει ξύπνιος, χωνότανε σε όλα. Άντε να τρέχω να τον ξεμπλέκω, να διαβαίνω τις πιο επίφοβες ατραπούς, με το σκατό στην κάλτσα και την ψυχή στην κωλότσεπη, να τον προσέχω μη μου πάθει τίποτα. Έχει άντερα και μιλάει κιόλας το ρεμάλι.
Πάντοτε είχα κάτι στην άκρη για να γλεντάει τις έξεις του, ας ήμουν στριμωγμένος, ας δούλευα και διπλοβάρδια. Πού να μ’ αφήσει ν’ αγιάσω. Όσες δουλειές έκανα, καμιά δεν ήτανε του γούστου του, στράβωνε τη μούρη όλο ξινίλα. Πάντοτε σ’ επιφυλακή να μου κάνει χαλάστρα. Την τελευταία φορά, μόνο που δεν πλάκωσε στο ξύλο το αφεντικό, γιατί λέει δε μου μίλησε όμορφα. Με πέταξαν έξω με τις κλωτσιές εξαιτίας του, μες στη μαύρη κρίση.
Ό,τι πετύχαμε μαζί, ήτανε δικιές του επιτυχίες. Οι αποτυχίες ολάκερες δικές μου. Καμμία απόδειξη δεν ήτανε ποτέ αρκετή, να τον πείσει για την αξία μου. Ξέρεις τι θα πει, σε κάθε σου δοκιμασία, σ’ εξετάσεις, σε συνεντεύξεις για δουλειά, να ‘χεις έναν καριόλη να σου λέει ότι είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις σου, ότι δεν είσαι επαρκώς προετοιμασμένος, πως καλύτερα να μην πας…
Μετά να μην μπορείς να τον κατηγορήσεις, γιατί το κάνει λέει για χάρη σου, για να μη σου κοστίσει η απόρριψη, που έτσι κι αλλιώς, βρε κουτό, είναι η πιθανότερη έκβαση. Μόλις τα πράγματα στραβώσουν, χάρη στις εξαιρετικές του επιδόσεις στο ψωλαρμένισμα, το γυρνάει στην κλάψα. Ο κόσμος είναι σμιλεμένος στα σκατά, το Μέγα Χάος τον έχει βάλει στο μάτι και τον εχθρεύεται, το Σύμπαν τον ειρωνεύεται και το Civas συνωμοτεί. Πάλι εγώ πρέπει να πάρω τα πάνω μου, να στύψω το ξερό μου να κατεβάσει κάποια λύση, να μαζέψω τα συντρίμμια μας –ΜΑΣ, μονάχα τότε υπάρχει Μας, γκέγκε;- ν’ αρχίσει φτου κι απ’ την αρχή ο ταπεινός μέρμηγκας, να χτίζει όσα εξανέμισε ο μπονβιβέρ μυρμηγκοφάγος.
Ήθελα να τον σκότωνα. Θα το ‘χε κάνει πρώτος αν μπορούσε. Το προσπάθησα. Δοκίμασα κάθε τρόπο. Τον απαγχόνισα. Του παλούκωσα την καρδιά. Του τίναξα τα μυαλά στον αέρα. Τον έσπρωξα από χαράδρες και γκρεμούς ιλιγγιώδεις. Τον πέταξα απ’ το πλοίο της γραμμής, μ’ εννιά μποφόρ καιρό, καταμεσής στο πέλαγο. Του κάκου. Έπεφτε αιμόφυρτος, φούνταρε στις υδάτινες αβύσσους, διαμελιζότανε στα Τάρταρα, μόνο και μόνο για να με κάνει να ελπίσω πρόσκαιρα, για μια στιγμή να γελαστώ, πως τάχα γλίτωσα από δαύτον. Θα ‘βρισκα κάποιον άλλο στη θέση του, όλα θ’ αλλάζανε, θα ‘ρχονταν άλλοι καιροί.
Μετά από λίγες μέρες ηρεμίας κι ανακούφισης, ξάφνου πεταγόταν κακοήθης κι ολοζώντανος να μου κόψει τη χολή, με κείνο το διεστραμμένο του γέλιο ν’ αντηχεί απευθείας μες στο κρανίο μου. Απελπισία. Το ξέρω πως είμαι ένας αποτυχημένος, μου το ‘χει εξηγήσει του λόγου του, καταλεπτώς κι επανειλημμένως. Όμως αν θες να περνιέσαι για έντιμος, τούτη τη φορά έχω δικαιολογία, δεν μπορείς να πεις. Πολλοί είν’ αυτοί που μπορούν να σκοτωθούν, από αγάπη ή από μίσος, ξέρεις όμως εσύ κανέναν ικανό να σκοτώσει τον εαυτό του; Να φονεύσει το Εγώ του, που με τόσες θυσίες και κόπους το ανάθρεψε, το άνδρωσε και το κουβάλησε, κόντρα σε κάθε αλήθεια, κάθε ήθος, κάθε έννοια απώτερου σκοπού; Μπορείς να εξολοθρέψεις κάτι που το ‘χεις ποτίσει με την ίδια σου την ψυχή, που σβήνει τη δίψα του στον υπόγειο ποταμό της ύπαρξής σου κι ύστερα πλένει τα ποδάρια του και κατουρά εκεί που ήπιε;
Γνώρισα ανθρώπους που μισήσανε τους ανθρώπους. Γνώρισα ανθρώπους που μίσησαν τον εαυτό τους. Άκουσα και γι’ άλλους, που οι άνθρωποι τους μίσησαν φρικτά κι έφεραν στο μέτωπο ανεξίτηλο σημάδι. Μα νόμιζα πως ήμουν εγώ απ’ όλους δυστυχέστερος, ο πιο κατάφωρα αδικημένος. Οίκτιρα το κεσμέτι μου κι όλο το σιμσιλέ μου, που μου ‘λαχε να με μισεί βαθιά το ίδιο μου το είναι, ο εαυτός μου πιότερο απ’ όλους. Σαν τόλμησα να πω τον πόνο μου στους άλλους, στην αρχή νόμισα πως με χλεύαζαν πάλι. Όμως εκείνοι γέλαγαν πικρά, δίχως χαρά, μόνο μ’ επίγνωση. Δεν βρέθηκε κανείς, που να μην είχε το Εγώ του εχθρό απηνή, δεσμοφύλακα κι Ιαβέρη του.
Όλα τα κάνει για το καλό μου, ήθελε βρε κουτό να με δοκιμάσει. Φούμαρα! Οργίζομαι, θωρακίζομαι, αποτραβιέμαι. Ύστερα πλακώνει ο λογισμός, που λέει κι ο Γέροντας πως είναι του Διαβόλου. Ψιθυρίζει λόγια φρούδα κι ελπίδες πλάνες, όχι απαραίτητα με τούτη τη σειρά. Όλες του οι σιχαμένες δικαιολογίες, τ’ ανόητα ευφυολογήματα, κάθε του ταπεινωτικό νεύμα και βλέμμα καταφρόνιας, ξάφνου αρχίζουν ν’ αποκτάνε άλλο νόημα, να μπαίνουνε σε τάξη, στη δικιά του τάξη. Αρχίζει και μου λείπει, πρέζα στη φλέβα κι όλα τούτα τα καψούρικα που λεν υπό παρόμοιες περιστάσεις. Πόσο είμαι επιρρεπής στα τετριμμένα, ξέρει πως έχει δίκιο κάθε φορά που μου το κοπανάει.
Κάποτε καυχήθηκε, πως μπορεί να προσβάλει κάποιον εκατό φορές μέσα σε δέκα λεπτά, ενώ ο άλλος χαμογελάει, βέβαιος πως τον λούζει στους επαίνους. Ναι το καθίκι. Είχε τα μούτρα μπροστά μου να το πει. Είδα στα μάτια των άλλων τη χλεύη, πως τάχα τους το παίζει κάποιος, ο λιμοκοντόρος. Μονάχα να με ρώταγαν, ε ρε γλέντια έτσι κι άνοιγα το στόμα. Μόνο εγώ γνωρίζω τι σάπιο τομάρι είναι ο λεγάμενος, από μέσα κι απ’ έξω. Ύστερα σκέφτηκα πως μάλλον ήξεραν, αλλιώς δεν θα τον κάνανε παρέα. Ίσως η χλεύη ν’ απευθυνότανε σε μένα, που ‘χω δεχτεί προσβολές μυριάδες μυριάδων και κάθε φορά στεκόμουν να χαμογελάω σαν το ψημένο κεφάλι.
Δεν πα’ να ‘χω χίλια δίκια; Πάλι εγώ καταλήγω να του ζητάω συγνώμη και να τον παρακαλάω να τα βρούμε. Ξέρω πως εντέλει θα ενδώσει και θ’ αρχίσει για λίγο τις μαργιολιές. Ποιος θα τόνε ταΐζει, έχουνε κι άλλοι θαρρείς την έγνοια του, εποχές που ‘ναι; Εγώ ήμουνα πάντοτε δουλευτής. Έτσι μ’ έμαθε ο πατέρας μου, είχαμε αρχές στην οικογένεια. Σπούδαζα, έχτιζα καριέρα, μάζευα μπεζαχτά, ήμουνα τύπος κι υπογραμμός. Αυτός από πιτσιρικάς γουστάριζε να μπλέκει. Γύρευε να το παίζει ξύπνιος, χωνότανε σε όλα. Άντε να τρέχω να τον ξεμπλέκω, να διαβαίνω τις πιο επίφοβες ατραπούς, με το σκατό στην κάλτσα και την ψυχή στην κωλότσεπη, να τον προσέχω μη μου πάθει τίποτα. Έχει άντερα και μιλάει κιόλας το ρεμάλι.
Πάντοτε είχα κάτι στην άκρη για να γλεντάει τις έξεις του, ας ήμουν στριμωγμένος, ας δούλευα και διπλοβάρδια. Πού να μ’ αφήσει ν’ αγιάσω. Όσες δουλειές έκανα, καμιά δεν ήτανε του γούστου του, στράβωνε τη μούρη όλο ξινίλα. Πάντοτε σ’ επιφυλακή να μου κάνει χαλάστρα. Την τελευταία φορά, μόνο που δεν πλάκωσε στο ξύλο το αφεντικό, γιατί λέει δε μου μίλησε όμορφα. Με πέταξαν έξω με τις κλωτσιές εξαιτίας του, μες στη μαύρη κρίση.
Ό,τι πετύχαμε μαζί, ήτανε δικιές του επιτυχίες. Οι αποτυχίες ολάκερες δικές μου. Καμμία απόδειξη δεν ήτανε ποτέ αρκετή, να τον πείσει για την αξία μου. Ξέρεις τι θα πει, σε κάθε σου δοκιμασία, σ’ εξετάσεις, σε συνεντεύξεις για δουλειά, να ‘χεις έναν καριόλη να σου λέει ότι είναι πάνω απ’ τις δυνάμεις σου, ότι δεν είσαι επαρκώς προετοιμασμένος, πως καλύτερα να μην πας…
Μετά να μην μπορείς να τον κατηγορήσεις, γιατί το κάνει λέει για χάρη σου, για να μη σου κοστίσει η απόρριψη, που έτσι κι αλλιώς, βρε κουτό, είναι η πιθανότερη έκβαση. Μόλις τα πράγματα στραβώσουν, χάρη στις εξαιρετικές του επιδόσεις στο ψωλαρμένισμα, το γυρνάει στην κλάψα. Ο κόσμος είναι σμιλεμένος στα σκατά, το Μέγα Χάος τον έχει βάλει στο μάτι και τον εχθρεύεται, το Σύμπαν τον ειρωνεύεται και το Civas συνωμοτεί. Πάλι εγώ πρέπει να πάρω τα πάνω μου, να στύψω το ξερό μου να κατεβάσει κάποια λύση, να μαζέψω τα συντρίμμια μας –ΜΑΣ, μονάχα τότε υπάρχει Μας, γκέγκε;- ν’ αρχίσει φτου κι απ’ την αρχή ο ταπεινός μέρμηγκας, να χτίζει όσα εξανέμισε ο μπονβιβέρ μυρμηγκοφάγος.
Ήθελα να τον σκότωνα. Θα το ‘χε κάνει πρώτος αν μπορούσε. Το προσπάθησα. Δοκίμασα κάθε τρόπο. Τον απαγχόνισα. Του παλούκωσα την καρδιά. Του τίναξα τα μυαλά στον αέρα. Τον έσπρωξα από χαράδρες και γκρεμούς ιλιγγιώδεις. Τον πέταξα απ’ το πλοίο της γραμμής, μ’ εννιά μποφόρ καιρό, καταμεσής στο πέλαγο. Του κάκου. Έπεφτε αιμόφυρτος, φούνταρε στις υδάτινες αβύσσους, διαμελιζότανε στα Τάρταρα, μόνο και μόνο για να με κάνει να ελπίσω πρόσκαιρα, για μια στιγμή να γελαστώ, πως τάχα γλίτωσα από δαύτον. Θα ‘βρισκα κάποιον άλλο στη θέση του, όλα θ’ αλλάζανε, θα ‘ρχονταν άλλοι καιροί.
Μετά από λίγες μέρες ηρεμίας κι ανακούφισης, ξάφνου πεταγόταν κακοήθης κι ολοζώντανος να μου κόψει τη χολή, με κείνο το διεστραμμένο του γέλιο ν’ αντηχεί απευθείας μες στο κρανίο μου. Απελπισία. Το ξέρω πως είμαι ένας αποτυχημένος, μου το ‘χει εξηγήσει του λόγου του, καταλεπτώς κι επανειλημμένως. Όμως αν θες να περνιέσαι για έντιμος, τούτη τη φορά έχω δικαιολογία, δεν μπορείς να πεις. Πολλοί είν’ αυτοί που μπορούν να σκοτωθούν, από αγάπη ή από μίσος, ξέρεις όμως εσύ κανέναν ικανό να σκοτώσει τον εαυτό του; Να φονεύσει το Εγώ του, που με τόσες θυσίες και κόπους το ανάθρεψε, το άνδρωσε και το κουβάλησε, κόντρα σε κάθε αλήθεια, κάθε ήθος, κάθε έννοια απώτερου σκοπού; Μπορείς να εξολοθρέψεις κάτι που το ‘χεις ποτίσει με την ίδια σου την ψυχή, που σβήνει τη δίψα του στον υπόγειο ποταμό της ύπαρξής σου κι ύστερα πλένει τα ποδάρια του και κατουρά εκεί που ήπιε;
Γνώρισα ανθρώπους που μισήσανε τους ανθρώπους. Γνώρισα ανθρώπους που μίσησαν τον εαυτό τους. Άκουσα και γι’ άλλους, που οι άνθρωποι τους μίσησαν φρικτά κι έφεραν στο μέτωπο ανεξίτηλο σημάδι. Μα νόμιζα πως ήμουν εγώ απ’ όλους δυστυχέστερος, ο πιο κατάφωρα αδικημένος. Οίκτιρα το κεσμέτι μου κι όλο το σιμσιλέ μου, που μου ‘λαχε να με μισεί βαθιά το ίδιο μου το είναι, ο εαυτός μου πιότερο απ’ όλους. Σαν τόλμησα να πω τον πόνο μου στους άλλους, στην αρχή νόμισα πως με χλεύαζαν πάλι. Όμως εκείνοι γέλαγαν πικρά, δίχως χαρά, μόνο μ’ επίγνωση. Δεν βρέθηκε κανείς, που να μην είχε το Εγώ του εχθρό απηνή, δεσμοφύλακα κι Ιαβέρη του.
Κατάρα! Πάλι δεν τα κατάφερα, να ‘μαι σε κάτι ξεχωριστός.
πηγή: Otto Great Chaos
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου