Από όλα τα αναπάντητα ερωτήματα του καιρού μας, ίσως το σημαντικότερο είναι: «Τι είναι ο Φασισμός;»
Μια εταιρία δημοσκόπησης στην Αμερική υπέβαλε πρόσφατα αυτή την ερώτηση σε εκατό διαφορετικούς ανθρώπους, και πήρε απαντήσεις κυμαινόμενες μεταξύ της «πλέριας δημοκρατίας» και της «πλέριας δαιμονικότητας». Σε αυτή την χώρα εάν ζητήσετε από ένα μέσο σκεπτόμενο άτομο να ορίσει το φασισμό, θα σας απαντήσει συνήθως δείχνοντας το γερμανικό και το ιταλικό καθεστώς. Αυτό όμως δεν είναι τόσο ικανοποιητικό, γιατί ακόμα και τα πιο γνωστά και σημαντικά φασιστικά κράτη διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, τόσο στη δομή όσο και την ιδεολογία τους.
Δεν είναι εύκολο για παράδειγμα να συνταιριάξει στο ίδιο πλαίσιο η Γερμανία και η Ιαπωνία, και ακόμα δυσκολότερο μερικά μικρά κράτη που περιγράφονται ως φασιστικά. Υποτίθεται συνήθως, για παράδειγμα, ότι ο φασισμός είναι έμφυτα πολεμοχαρής, ότι αναπτύσσεται σε μια ατμόσφαιρα πολεμικής υστερίας και μπορεί να λύσει τα οικονομικά του προβλήματα μόνο με μια πολεμική προετοιμασία ή ξένες κατακτήσεις. Αυτό όμως σαφώς δεν ισχύει, για παράδειγμα, στην Πορτογαλία ή στις διάφορες δικτατορίες της νοτίου Αμερικής. Ή πάλι, υποτίθεται πως είναι ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φασισμού είναι ο αντισημιτισμός, αλλά μερικά φασιστικά κινήματα δεν είναι αντισημιτικά. Διαμάχες διανοουμένων επί χρόνια στα αμερικανικά περιοδικά, δεν μπόρεσαν να καθορίσουν εάν ο φασισμός είναι ή όχι μια μορφή καπιταλισμού. Εντούτοις, όταν εφαρμόζουμε το όρο «Φασισμός» στη Γερμανία ή την Ιαπωνία ή την Ιταλία του Μουσολίνι, ξέρουμε γενικά τι εννοούμε. Είναι στην εσωτερική πολιτική που αυτή η λέξη έχει χάσει και το τελευταίο κομμάτι σημασίας της. Γιατί εάν εξετάσετε τον Τύπο, θα διαπιστώσετε ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμιά ομάδα ανθρώπων - φυσικά κανένα πολιτικό κόμμα ή οργανωμένο σώμα οποιουδήποτε είδους - που δεν έχει καταγγελθεί σαν «φασιστικό» στη διάρκεια των δέκα προηγούμενων ετών. Εδώ δεν μιλώ για τη λεκτική χρήση του όρου «φασίστας». Μιλώ για αυτό που έχω δει στον τύπο. Έχω δει τις λέξεις «συμπαθών τους φασίστες» ή «φασιστικής τάσης» ή απλώς καθαρά «φασίστας», να εφαρμόζεται με όλη τη σοβαρότητα για τις εξής ομάδες ανθρώπων:
Τους Συντηρητικούς:
Όλοι οι Συντηρητικοί, ειρηνιστές ή όχι θεωρούνται υποκειμενικά ότι είναι υπέρ του φασισμού. Η βρετανική κυβέρνηση στην Ινδία και στις Αποικίες θεωρείται όμοια με το ναζισμό. Οι οργανώσεις που μπορεί να ονομάσει κάποιος πατριωτικής και παραδοσιακής μορφής αποκαλούνται «κρυπο-φασιστικές» ή «φασιστικής νοοτροπίας». Παραδείγματα είναι οι πρόσκοποι, η μετροπολιτική αστυνομία, η M.I.5 (μυστική βρετανική υπηρεσία), η βρετανική λεγεώνα. Μια άλλη βασική φράση κλειδί είναι: «τα δημόσια σχολεία διατρέφουν το Φασισμό».
Τους Σοσιαλιστές:
Οι υπερασπιστές του παλαιού τύπου καπιταλισμού (για παράδειγμα ο Sir Ernest Benn) υποστηρίζουν ότι ο σοσιαλισμός και ο φασισμός είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα. Μερικοί καθολικοί δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι οι σοσιαλιστές είναι οι βασικοί συνεργάτες των Γερμανών στις κατειλημμένες από το Ναζισμό χώρες. Η ίδια κατηγορία γίνεται, από μια διαφορετική προοπτική, από το Κομμουνιστικό Κόμμα στη διάρκεια των υπεραριστερών φάσεών τους. Στην περίοδο 1930-35 η Daily Worker αναφερόταν συνήθως στο Εργατικό Κόμμα ως «Φασίστες της Εργασίας». Το ίδιο κάνουν και άλλοι αριστεροί εξτρεμιστές, όπως οι Αναρχικοί. Μερικοί Ινδοί εθνικιστές από την πλευρά τους θεωρούν τα Βρετανικά συνδικάτα ως φασιστικές οργανώσεις.
Τους Κομμουνιστές:
Μια ιδιαίτερη σχολή σκέψης (για παράδειγμα ο Rauschning, ο Peter Drucker, ο James Burnham και ο F. A. Voigt) αρνείται να αναγνωρίσει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τoυ ναζιστικού καθεστώτος και των καθεστώτων της Σοβιετικής Ένωσης και υποστηρίζει ότι όλοι οι φασίστες και οι κομμουνιστές αποσκοπούν στο ίδιο περίπου πράγμα και είναι ακόμα ως ένα ορισμένο βαθμό οι ίδιοι άνθρωποι. Διάφοροι ηγέτες έχουν αναφερθεί στην ΕΣΣΔ στους προπολεμικούς «Times» ως μια «Φασιστική χώρα». Από διαφορετική προοπτική το ίδιο λένε Αναρχικοί και Τροτσκιστές.
Τους Τροτσκιστές:
Οι κομμουνιστές κατηγορούν τους Τροτσκιστές σαν μια κρυπτοφασιστική οργάνωση πληρωμένη από τους Ναζί. Η πίστη αυτή υπήρξε ευρέως στην Αριστερά κατά τη διάρκεια της περιόδου του Λαϊκού Μετώπου. Στις υπερδεξιές φάσεις τους οι κομμουνιστές τείνουν να εφαρμόσουν την ίδια κατηγορία σε όλες τις φατρίες στ’ αριστερά τους, όπως π.χ. στον Κοινό Πλούτο (Common Wealth) ή στο I.L.P.
Τους Καθολικούς:
Έξω από τις τάξεις της, η καθολική εκκλησία θεωρείται σχεδόν παγκοσμίως ότι είναι υπέρ του Φασισμού, τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά.
Τους εναντιωτές του πολέμου:
Οι πασιφιστές και όσοι άλλοι είναι εναντίον του πολέμου κατηγορούνται συχνά όχι μόνο ότι κάνουν τα πράγματα ευκολότερα για τον Άξονα, αλλά και ότι συνηγορούν υπέρ του φασισμού.
Τους υποστηρικτές του πολέμου:
Οι ειρηνιστές βασίζουν συνήθως την άποψή τους στον ισχυρισμό ότι ο βρετανικός ιμπεριαλισμός είναι χειρότερος από το ναζισμό, και τείνουν να εφαρμόσουν τον όρο «Φασίστας» σε οποιονδήποτε επιθυμεί μια στρατιωτική νίκη. Οι υποστηρικτές της Λαϊκής Συνθήκης (People’s Convention) έφτασαν να ισχυριστούν ότι η προθυμία να αντισταθούμε σε μια ναζιστική εισβολή ήταν ένα σημάδι συμπάθειας προς το ναζισμό. Η Εσωτερική Φρουρά (Home Guard) καταγγέλθηκε μόλις εμφανίστηκε ως φασιστική οργάνωση. Επιπλέον, όλοι οι αριστεροί έχουν την τάση να εξισώνουν το μιλιταρισμό με το φασισμό. Οι ιδιωτικοί στρατιώτες με πολιτική συνείδηση σχεδόν πάντα αναφέρονται στους αξιωματικούς τους ως «φασιστικής νοοτροπίας» ή σαν «Φυσικούς Φασίστες». Σχολές μάχης, οι με καλογυαλισμένη στολή, ο χαιρετισμός των αξιωματικών, όλοι θεωρούνται ότι συμβάλλουν στο φασισμό. Πριν τον πόλεμο, το να μπεις στους Εθνοφρουρούς θεωρείτο σημάδι μιας φασιστικής τάσης. Η στρατολογία κι ένας επαγγελματικός στρατός καταγγέλλονται αμφότεροι ως φασιστικά φαινόμενα.
Τους Εθνικιστές:
Ο εθνικισμός θεωρείται παγκοσμίως ως εγγενώς φασιστικός, αλλά αυτό ισχύει μόνο για τα εθνικά κινήματα που συμβαίνει να αποδοκιμάζει ο ομιλητής. Ο αραβικός εθνικισμός, ο πολωνικός εθνικισμός, ο φινλανδικός εθνικισμός, το κόμμα του ινδικού κογκρέσου, η μουσουλμανική λίγκα και ο IRA, όλοι περιγράφονται ως φασιστικοί αλλά όχι από τους ίδιους ανθρώπους.
Θα φανεί έτσι, ότι, όπως χρησιμοποιείται η λέξη «φασισμός», είναι σχεδόν πλήρως χωρίς νόημα. Στη συζήτηση, φυσικά, χρησιμοποιείται ακόμα πιο άγρια απ' ό,τι στον τύπο. Έχω ακούσει να τη χρησιμοποιούν για τους αγρότες, τους καταστηματάρχες, την Κοινωνική Πίστωση, τη σωματική τιμωρία, το κυνήγι της αλεπούς, την ταυρομαχία, την Επιτροπή του 1922, την Επιτροπή του 1941, τον Κίπλιν, τον Γκάντι, τον Τζανγκ-Κάι Σεκ, την ομοφυλοφιλία, τις ραδιοφωνικές εκπομπές του Πρίστλεϋ, τα Youth Hostels, την αστρολογία, τις γυναίκες, τα σκυλιά και δεν ξέρω εγώ τι άλλο.
Εντούτοις, κάτω από όλον αυτό τον κυκεώνα, βρίσκεται ένα είδος κρυμμένου νοήματος. Για να ξεκινήσουμε με αυτό, είναι σαφές, ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές, μερικές από τις οποίες εύκολο να επισημανθούν και άλλες λιγότερο, μεταξύ των καθεστώτων που ονομάζονται «φασιστικά» κι εκείνων που ονομάζονται «δημοκρατικά». Δεύτερον, εάν «Φασίστας» σημαίνει «συμπαθών τον Χίτλερ», μερικές από τις κατηγορίες που έχω απαριθμήσει παραπάνω δικαιολογούνται προφανώς πολύ περισσότερο από άλλες. Τρίτον, ακόμη και οι άνθρωποι που πετούν απρόσεκτα τη λέξη «Φασίστας» σε κάθε κατεύθυνση, προσαρτούν τουλάχιστον μια συναισθηματική σημασία σε αυτήν. Με το «Φασισμό» εννοούν, χοντρικά, κάτι σκληρό, αδίστακτο, αλαζονικό, σκοταδιστικό, αντιφιλελεύθερο και ενάντια στην εργατική τάξη. Εκτός από ένα σχετικά μικρό αριθμό φασιστών υποστηρικτών, σχεδόν κάθε Άγγλος θα δεχόταν τη λέξη «τραμπούκος» ως συνώνυμο του «φασίστα». Αυτή η λέξη πλησιάζει περισσότερο τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι αυτή την τόσο πολύ καταχρασμένη λέξη.
Αλλά ο φασισμός είναι επίσης ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Γιατί, τότε δεν μπορούμε να έχουμε έναν σαφή και γενικά αποδεκτό ορισμό του; Αλίμονο δεν θα πάρουμε έναν ορισμό – όχι τώρα, εν πάση περιπτώσει. Στη ουσία θα χρειαζόταν να πω πάρα πολλά, αλλά βασικά ο λόγος είναι επειδή είναι αδύνατο να οριστεί ο φασισμός ικανοποιητικά χωρίς παραδοχές που όμως ούτε οι ίδιοι οι φασίστες, ούτε οι συντηρητικοί, ούτε και οι σοσιαλιστές οποιουδήποτε χρώματος είναι πρόθυμοι να κάνουν. Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος προς το παρόν είναι να χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη με ένα ορισμένο βαθμό προσοχής και να μην την υποβαθμίζει, όπως γίνεται συνήθως, στο επίπεδο μιας βλαστήμιας.
Μια εταιρία δημοσκόπησης στην Αμερική υπέβαλε πρόσφατα αυτή την ερώτηση σε εκατό διαφορετικούς ανθρώπους, και πήρε απαντήσεις κυμαινόμενες μεταξύ της «πλέριας δημοκρατίας» και της «πλέριας δαιμονικότητας». Σε αυτή την χώρα εάν ζητήσετε από ένα μέσο σκεπτόμενο άτομο να ορίσει το φασισμό, θα σας απαντήσει συνήθως δείχνοντας το γερμανικό και το ιταλικό καθεστώς. Αυτό όμως δεν είναι τόσο ικανοποιητικό, γιατί ακόμα και τα πιο γνωστά και σημαντικά φασιστικά κράτη διαφέρουν πολύ μεταξύ τους, τόσο στη δομή όσο και την ιδεολογία τους.
Δεν είναι εύκολο για παράδειγμα να συνταιριάξει στο ίδιο πλαίσιο η Γερμανία και η Ιαπωνία, και ακόμα δυσκολότερο μερικά μικρά κράτη που περιγράφονται ως φασιστικά. Υποτίθεται συνήθως, για παράδειγμα, ότι ο φασισμός είναι έμφυτα πολεμοχαρής, ότι αναπτύσσεται σε μια ατμόσφαιρα πολεμικής υστερίας και μπορεί να λύσει τα οικονομικά του προβλήματα μόνο με μια πολεμική προετοιμασία ή ξένες κατακτήσεις. Αυτό όμως σαφώς δεν ισχύει, για παράδειγμα, στην Πορτογαλία ή στις διάφορες δικτατορίες της νοτίου Αμερικής. Ή πάλι, υποτίθεται πως είναι ένα από τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του φασισμού είναι ο αντισημιτισμός, αλλά μερικά φασιστικά κινήματα δεν είναι αντισημιτικά. Διαμάχες διανοουμένων επί χρόνια στα αμερικανικά περιοδικά, δεν μπόρεσαν να καθορίσουν εάν ο φασισμός είναι ή όχι μια μορφή καπιταλισμού. Εντούτοις, όταν εφαρμόζουμε το όρο «Φασισμός» στη Γερμανία ή την Ιαπωνία ή την Ιταλία του Μουσολίνι, ξέρουμε γενικά τι εννοούμε. Είναι στην εσωτερική πολιτική που αυτή η λέξη έχει χάσει και το τελευταίο κομμάτι σημασίας της. Γιατί εάν εξετάσετε τον Τύπο, θα διαπιστώσετε ότι δεν υπάρχει σχεδόν καμιά ομάδα ανθρώπων - φυσικά κανένα πολιτικό κόμμα ή οργανωμένο σώμα οποιουδήποτε είδους - που δεν έχει καταγγελθεί σαν «φασιστικό» στη διάρκεια των δέκα προηγούμενων ετών. Εδώ δεν μιλώ για τη λεκτική χρήση του όρου «φασίστας». Μιλώ για αυτό που έχω δει στον τύπο. Έχω δει τις λέξεις «συμπαθών τους φασίστες» ή «φασιστικής τάσης» ή απλώς καθαρά «φασίστας», να εφαρμόζεται με όλη τη σοβαρότητα για τις εξής ομάδες ανθρώπων:
Τους Συντηρητικούς:
Όλοι οι Συντηρητικοί, ειρηνιστές ή όχι θεωρούνται υποκειμενικά ότι είναι υπέρ του φασισμού. Η βρετανική κυβέρνηση στην Ινδία και στις Αποικίες θεωρείται όμοια με το ναζισμό. Οι οργανώσεις που μπορεί να ονομάσει κάποιος πατριωτικής και παραδοσιακής μορφής αποκαλούνται «κρυπο-φασιστικές» ή «φασιστικής νοοτροπίας». Παραδείγματα είναι οι πρόσκοποι, η μετροπολιτική αστυνομία, η M.I.5 (μυστική βρετανική υπηρεσία), η βρετανική λεγεώνα. Μια άλλη βασική φράση κλειδί είναι: «τα δημόσια σχολεία διατρέφουν το Φασισμό».
Τους Σοσιαλιστές:
Οι υπερασπιστές του παλαιού τύπου καπιταλισμού (για παράδειγμα ο Sir Ernest Benn) υποστηρίζουν ότι ο σοσιαλισμός και ο φασισμός είναι το ίδιο ακριβώς πράγμα. Μερικοί καθολικοί δημοσιογράφοι υποστηρίζουν ότι οι σοσιαλιστές είναι οι βασικοί συνεργάτες των Γερμανών στις κατειλημμένες από το Ναζισμό χώρες. Η ίδια κατηγορία γίνεται, από μια διαφορετική προοπτική, από το Κομμουνιστικό Κόμμα στη διάρκεια των υπεραριστερών φάσεών τους. Στην περίοδο 1930-35 η Daily Worker αναφερόταν συνήθως στο Εργατικό Κόμμα ως «Φασίστες της Εργασίας». Το ίδιο κάνουν και άλλοι αριστεροί εξτρεμιστές, όπως οι Αναρχικοί. Μερικοί Ινδοί εθνικιστές από την πλευρά τους θεωρούν τα Βρετανικά συνδικάτα ως φασιστικές οργανώσεις.
Τους Κομμουνιστές:
Μια ιδιαίτερη σχολή σκέψης (για παράδειγμα ο Rauschning, ο Peter Drucker, ο James Burnham και ο F. A. Voigt) αρνείται να αναγνωρίσει οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ τoυ ναζιστικού καθεστώτος και των καθεστώτων της Σοβιετικής Ένωσης και υποστηρίζει ότι όλοι οι φασίστες και οι κομμουνιστές αποσκοπούν στο ίδιο περίπου πράγμα και είναι ακόμα ως ένα ορισμένο βαθμό οι ίδιοι άνθρωποι. Διάφοροι ηγέτες έχουν αναφερθεί στην ΕΣΣΔ στους προπολεμικούς «Times» ως μια «Φασιστική χώρα». Από διαφορετική προοπτική το ίδιο λένε Αναρχικοί και Τροτσκιστές.
Τους Τροτσκιστές:
Οι κομμουνιστές κατηγορούν τους Τροτσκιστές σαν μια κρυπτοφασιστική οργάνωση πληρωμένη από τους Ναζί. Η πίστη αυτή υπήρξε ευρέως στην Αριστερά κατά τη διάρκεια της περιόδου του Λαϊκού Μετώπου. Στις υπερδεξιές φάσεις τους οι κομμουνιστές τείνουν να εφαρμόσουν την ίδια κατηγορία σε όλες τις φατρίες στ’ αριστερά τους, όπως π.χ. στον Κοινό Πλούτο (Common Wealth) ή στο I.L.P.
Τους Καθολικούς:
Έξω από τις τάξεις της, η καθολική εκκλησία θεωρείται σχεδόν παγκοσμίως ότι είναι υπέρ του Φασισμού, τόσο αντικειμενικά όσο και υποκειμενικά.
Τους εναντιωτές του πολέμου:
Οι πασιφιστές και όσοι άλλοι είναι εναντίον του πολέμου κατηγορούνται συχνά όχι μόνο ότι κάνουν τα πράγματα ευκολότερα για τον Άξονα, αλλά και ότι συνηγορούν υπέρ του φασισμού.
Τους υποστηρικτές του πολέμου:
Οι ειρηνιστές βασίζουν συνήθως την άποψή τους στον ισχυρισμό ότι ο βρετανικός ιμπεριαλισμός είναι χειρότερος από το ναζισμό, και τείνουν να εφαρμόσουν τον όρο «Φασίστας» σε οποιονδήποτε επιθυμεί μια στρατιωτική νίκη. Οι υποστηρικτές της Λαϊκής Συνθήκης (People’s Convention) έφτασαν να ισχυριστούν ότι η προθυμία να αντισταθούμε σε μια ναζιστική εισβολή ήταν ένα σημάδι συμπάθειας προς το ναζισμό. Η Εσωτερική Φρουρά (Home Guard) καταγγέλθηκε μόλις εμφανίστηκε ως φασιστική οργάνωση. Επιπλέον, όλοι οι αριστεροί έχουν την τάση να εξισώνουν το μιλιταρισμό με το φασισμό. Οι ιδιωτικοί στρατιώτες με πολιτική συνείδηση σχεδόν πάντα αναφέρονται στους αξιωματικούς τους ως «φασιστικής νοοτροπίας» ή σαν «Φυσικούς Φασίστες». Σχολές μάχης, οι με καλογυαλισμένη στολή, ο χαιρετισμός των αξιωματικών, όλοι θεωρούνται ότι συμβάλλουν στο φασισμό. Πριν τον πόλεμο, το να μπεις στους Εθνοφρουρούς θεωρείτο σημάδι μιας φασιστικής τάσης. Η στρατολογία κι ένας επαγγελματικός στρατός καταγγέλλονται αμφότεροι ως φασιστικά φαινόμενα.
Τους Εθνικιστές:
Ο εθνικισμός θεωρείται παγκοσμίως ως εγγενώς φασιστικός, αλλά αυτό ισχύει μόνο για τα εθνικά κινήματα που συμβαίνει να αποδοκιμάζει ο ομιλητής. Ο αραβικός εθνικισμός, ο πολωνικός εθνικισμός, ο φινλανδικός εθνικισμός, το κόμμα του ινδικού κογκρέσου, η μουσουλμανική λίγκα και ο IRA, όλοι περιγράφονται ως φασιστικοί αλλά όχι από τους ίδιους ανθρώπους.
Θα φανεί έτσι, ότι, όπως χρησιμοποιείται η λέξη «φασισμός», είναι σχεδόν πλήρως χωρίς νόημα. Στη συζήτηση, φυσικά, χρησιμοποιείται ακόμα πιο άγρια απ' ό,τι στον τύπο. Έχω ακούσει να τη χρησιμοποιούν για τους αγρότες, τους καταστηματάρχες, την Κοινωνική Πίστωση, τη σωματική τιμωρία, το κυνήγι της αλεπούς, την ταυρομαχία, την Επιτροπή του 1922, την Επιτροπή του 1941, τον Κίπλιν, τον Γκάντι, τον Τζανγκ-Κάι Σεκ, την ομοφυλοφιλία, τις ραδιοφωνικές εκπομπές του Πρίστλεϋ, τα Youth Hostels, την αστρολογία, τις γυναίκες, τα σκυλιά και δεν ξέρω εγώ τι άλλο.
Εντούτοις, κάτω από όλον αυτό τον κυκεώνα, βρίσκεται ένα είδος κρυμμένου νοήματος. Για να ξεκινήσουμε με αυτό, είναι σαφές, ότι υπάρχουν πολύ μεγάλες διαφορές, μερικές από τις οποίες εύκολο να επισημανθούν και άλλες λιγότερο, μεταξύ των καθεστώτων που ονομάζονται «φασιστικά» κι εκείνων που ονομάζονται «δημοκρατικά». Δεύτερον, εάν «Φασίστας» σημαίνει «συμπαθών τον Χίτλερ», μερικές από τις κατηγορίες που έχω απαριθμήσει παραπάνω δικαιολογούνται προφανώς πολύ περισσότερο από άλλες. Τρίτον, ακόμη και οι άνθρωποι που πετούν απρόσεκτα τη λέξη «Φασίστας» σε κάθε κατεύθυνση, προσαρτούν τουλάχιστον μια συναισθηματική σημασία σε αυτήν. Με το «Φασισμό» εννοούν, χοντρικά, κάτι σκληρό, αδίστακτο, αλαζονικό, σκοταδιστικό, αντιφιλελεύθερο και ενάντια στην εργατική τάξη. Εκτός από ένα σχετικά μικρό αριθμό φασιστών υποστηρικτών, σχεδόν κάθε Άγγλος θα δεχόταν τη λέξη «τραμπούκος» ως συνώνυμο του «φασίστα». Αυτή η λέξη πλησιάζει περισσότερο τον τρόπο που χρησιμοποιούν οι περισσότεροι αυτή την τόσο πολύ καταχρασμένη λέξη.
Αλλά ο φασισμός είναι επίσης ένα πολιτικό και οικονομικό σύστημα. Γιατί, τότε δεν μπορούμε να έχουμε έναν σαφή και γενικά αποδεκτό ορισμό του; Αλίμονο δεν θα πάρουμε έναν ορισμό – όχι τώρα, εν πάση περιπτώσει. Στη ουσία θα χρειαζόταν να πω πάρα πολλά, αλλά βασικά ο λόγος είναι επειδή είναι αδύνατο να οριστεί ο φασισμός ικανοποιητικά χωρίς παραδοχές που όμως ούτε οι ίδιοι οι φασίστες, ούτε οι συντηρητικοί, ούτε και οι σοσιαλιστές οποιουδήποτε χρώματος είναι πρόθυμοι να κάνουν. Το μόνο που μπορεί να κάνει κάποιος προς το παρόν είναι να χρησιμοποιεί αυτή τη λέξη με ένα ορισμένο βαθμό προσοχής και να μην την υποβαθμίζει, όπως γίνεται συνήθως, στο επίπεδο μιας βλαστήμιας.
Tribune, 1944
0 comments:
Δημοσίευση σχολίου