Είναι εθνικιστικό το συλλαλητήριο για τη Μακεδονία;
Η επαναφορά στο προσκήνιο του λεγόμενου Μακεδονικού ζητήματος και ο «Μαύρος Κύκνος»(*) του ογκώδους συλλαλητηρίου για τη Μακεδονία, μας υποχρεώνει να τοποθετηθούμε συνολικά για τα εν λόγω ζητήματα.
Και τα ζητήματα που ανοίγονται είναι πράγματι πολλά και ευρεία. Θεωρούμε, πως είναι μια καλή ευκαιρία ξεκαθαρίσματός τους από την πλευρά μας, καθώς η περίοδος που διανύουμε είναι κρίσιμης σημασίας για την ευρύτερη περιοχή των Βαλκανίων και της Ανατολικής Μεσογείου.
Ξεκινώντας από το πρόσφατο συλλαλητήριο, ας πούμε ευθύς εξ αρχής πως το θεωρούμε περισσότερο εθνικού παρά εθνικιστικού χαρακτήρα και πως ως τέτοιο θα το προσεγγίσουμε. Πολύ περισσότερο, δε, όταν είναι φανερό, για όσους θέλουν να το δουν, πως πίσω από τον εθνικό χαρακτήρα υποκρύπτονται βαθιές κοινωνικές διεργασίες που σχετίζονται άμεσα με τον οικονομικής υφής εξανδραποδισμό της τελευταίας δεκαετίας.
Έχοντας αναφέρει το παραπάνω, δεν αγνοούμε πως στο συλλαλητήριο συμμετείχαν – φυσικά – άπαντες οι εθνικιστές, αλλά δεν ήταν αυτοί που έδωσαν το «εσωτερικό χρώμα» της κινητοποίησης παρά μόνον, ίσως, το επίχρισμά της. Σε 300 – 400 χιλιάδες κόσμου (με μια μάλλον προσγειωμένη εκτίμηση) η παρουσία τους ήταν μειοψηφική και η ανάδειξή τους προήλθε κυρίως από την προσοχή που, βεβαίως, τους έδωσαν οι «αντίπαλοί» τους ως απόπειρα δικής τους άμυνας.
Για εμάς υπάρχει μια λεπτή αλλά υπαρκτή και πολύ σημαντική διαφορά μεταξύ εθνισμού και εθνικισμού. Ο εθνισμός συνδέεται με την ύπαρξη και κυρίως τη συνειδητοποίηση πολιτιστικών συγγενειών, κυρίως γλωσσικών, συγγενειών «έθους» και αντιλήψεων για τη ζωή και τον θάνατο, βασικό ρόλο στις οποίες παίζουν και οι θρησκευτικές ή άλλες φιλοσοφικές αντιλήψεις. Συνδέεται, επίσης και με την αντίληψη μιας ιστορικής συνέχειας αυτών των χαρακτηριστικών, που μπορεί να είναι σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό υπαρκτή. Αντίθετα, ο εθνικισμός συνδέεται, αναγκαία, με την ύπαρξη μιας κρατικής οντότητας, η οποία οργανώνει τον πυρήνα και την ιδεολογική συνοχή της στη βάση μιας κυρίαρχης εθνότητας– είτε υπαρκτής είτε υπό κατασκευή – σε έναν γεωγραφικό χώρο, προσδοκώντας στην μακροημέρευσή της μέσω της ταύτισης των συμφερόντων της εξουσίας με τα συμφέροντα των μελών της εθνότητας.
Ο εθνισμός, λοιπόν, δεν διαθέτει τα επιθετικά χαρακτηριστικά του εθνικισμού που επιθυμεί να ενσωματώσει δια της καταπίεσης ή του πολέμου άλλους πληθυσμούς με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Αποτελεί μια λογική ιστορική διεργασία η οποία μπορεί να συνδέεται ή να μην συνδέεται καθόλου με μια οργανωμένη δομή εξουσίας.
Οι συμμετέχοντες στο συλλαλητήριο δεν επέδειξαν στην πλειοψηφία τους τέτοιας μορφής επιθετικά χαρακτηριστικά προς τον πληθυσμό των Σκοπίων, επομένως ο χαρακτηρισμός τους συλλήβδην ως «εθνικιστών» είναι πλήρως ανεδαφικός.
Κάποιοι θα απέρριπταν τη διάκριση που κάνουμε, θεωρώντας πως δεν μπορεί να υφίσταται το ένα δίχως το άλλο, ο εθνικισμός δηλαδή δίχως τον εθνισμό και το αντίστροφο. Ο εθνισμός, όμως, είναι πανάρχαια υπόθεση. Έχει να κάνει με τα «νομιζόμενα» και «πρέπει» ενός τόπου με κυρίαρχο στοιχείο φυσικά τη γλώσσα, επειδή η γλώσσα αποτελεί θεμελιώδες εργαλείο της σκέψης και συγχρόνως τρόπο διαμόρφωσής της. Ο εθνικισμός, όμως, αφορά τη νεωτερική εποχή στα πλαίσια κυρίως της βιομηχανικής ανάπτυξης και συνδέεται με τη διαδικασία διάλυσης των παλιών αυτοκρατοριών και τη συγκρότηση της εξουσίας γύρω από το λεγόμενο εθνικό ιδεώδες. Προσοχή, το εθνικό ιδεώδες, όμως, εδώ νοείται ως μια ιδεολογικοποιημένη κατασκευή και όχι ως μια βιωμένη κατάσταση εθνισμού σε συνθήκες πραγματικής ζωής.
Εδώ είναι σημαντικό να σημειώσουμε πως και ο εθνικισμός, όταν πρωτοεμφανίστηκε στο προσκήνιο, ήταν ένα επαναστατικό ρεύμα που πρέσβευε την απελευθέρωση από τη δεσποτική εξουσία είτε των αυτοκρατόρων είτε των αποικιοκρατών. Τον 19ο αιώνα έως τις αρχές του 20ου, σχεδόν όλες οι ανερχόμενες εξουσιαστικές συγκροτήσεις ήταν εθνικιστικές. Οπότε το ευρύτερο γεωπολιτικό παιχνίδι παιζόταν γύρω από το πλαίσιο της «αυτοδιάθεσης των λαών». Θέλουμε να πούμε πως εκείνη την εποχή ο εθνικισμός δεν είχε καθόλου «κακό» όνομα. Αυτό άρχισε να το αποκτά μετά το 2ο Παγκόσμιο Πόλεμο και ειδικότερα τα τελευταία 40 περίπου χρόνια. Ο λόγος γι’ αυτό είναι απλός. Μεταπολεμικά άρχισε να συγκροτείται βήμα – βήμα η σύγχρονη Δυτική αυτοκρατορία (ΕΕ – ΝΑΤΟ). Η αυτοκρατορική δόμηση της εξουσίας που προϋποθέτουν οι νέοι σχηματισμοί είναι εξ ορισμού ανταγωνιστική προς τον εθνικισμό, εφ’ όσον αυτή φιλοδοξεί να κυριαρχήσει σε ένα πλήθος διαφορετικών εθνοτήτων με έναν ενιαίο τρόπο δίχως τη «δυσκολία» προσαρμογής της στις επί μέρους πληθυσμιακές διαφοροποιήσεις. Επί πλέον, ήδη πριν τον πόλεμο, με την επικράτηση των μπολσεβίκων στη Ρωσσία και την συγκρότηση της 3ης Διεθνούς, είχαμε τη γέννηση ενός άλλου αυτοκρατορικού επεκτατικού οράματος με όχημα την δήθεν «κοινωνική απελευθέρωση», το οποίο, ενώ ήταν εξ ίσου εχθρικό προς τον εθνικισμό, τον αντιμετώπιζε ωστόσο εργαλειακά κατά τόπους για την επίτευξη των δικών του σκοπών.
Κάπου εδώ θα συναντήσουμε αργότερα και την κατασκευή του Μακεδονικού ζητήματος ως μέρους της πολιτικής της Κομιντέρν (Κομμουνιστική Διεθνής) για τα Βαλκάνια, πολιτική που εφάρμοσε το ΚΚΕ σε μια προσπάθεια αναίρεσης των αποτελεσμάτων των Βαλκανικών πολέμων και ενοποίησης των Βαλκανίων υπό την εποπτεία των Σοβιετικών. Στις μέρες μας, η σύγκρουση αυτοκρατορίας και εθνο-κρατικών δομήσεων εντείνεται και τα πράγματα περιπλέκονται ακόμη περισσότερο σε κοινωνικό επίπεδο, καθώς η Δυτική αυτοκρατορία ενσωματώνει και χρησιμοποιεί στοιχεία του πάλαι ποτέ επαναστατικού διεθνισμού, για να υποσκάψει τη βάση του εθνο-κράτους, θέλοντας πλέον να το απορροφήσει ολοκληρωτικά στις δομές της. Το κράτος δηλαδή πρέπει να ισχυροποιηθεί μεν εφ’ όσον θα κάνει τη δουλειά του αυτοκρατορικού ελεγκτή μιας γεωγραφικής επαρχίας, αλλά να χάσει τα εθνικά του χαρακτηριστικά, που δημιουργούν «περιττές» διαφοροποιήσεις στα πλαίσια της αυτοκρατορίας.
Τα λέμε όλα αυτά (εξ ανάγκης κι εν συντομία) για να ξεκαθαρίσουμε πως δεν έχουμε κανένα πρόβλημα με τον εθνισμό του οποιουδήποτε, αρκεί αυτό να εκφράζει μια βιωματική και όχι φαντασιακή συνθήκη και κυρίως να είναι ειλικρινής, δηλαδή να μην τροφοδοτείται από ιστορικά ψεύδη. Όχι κραυγαλέα ιστορικά ψεύδη τουλάχιστον, όπως συμβαίνει τώρα με την περίπτωση των Σλαύων των Σκοπίων, γιατί, δυστυχώς, το σύνολο της Ιστορικής αλήθειας και γενικότερα του παρελθόντος θεωρούμε πως δεν μπορούμε να το γνωρίζουμε στην πληρότητά του. Ειλικρίνεια, επίσης, σημαίνει το να δεχόμαστε το σύνολο της αλήθειας (σε όση ιστορική αλήθεια έχουμε πρόσβαση) είτε μας βολεύει είτε όχι.
Στα πλαίσια που περιγράφηκαν, λοιπόν, ο διεθνισμός μεταπολεμικά άρχισε να κερδίζει έδαφος, είτε ήταν ο κομμουνιστικός διεθνισμός, είτε ο διεθνισμός από τον οποίον διεπόταν η εξελισσόμενη Ευρωπαϊκή «ολοκλήρωση». Μετά το 1990, με την επικράτηση μιας τάσης των οραμάτων για παγκόσμια κυριαρχία, ο κομμουνιστικός διεθνισμός, σταδιακά (και ολοκληρωτικά στις μέρες μας) ενσωματώθηκε στον διεθνισμό της παγκοσμιοποίησης. Δεν χρειάστηκε και πολύ προσπάθεια γι’ αυτό· άλλωστε και οι δύο, όπως είπαμε προηγουμένως, είχαν παρόμοιες λογικές με στόχευση την ουτοπία μιας παγκόσμιας αυτοκρατορίας. Στις μέρες μας είναι εύκολο το να καταφέρεται κάποιος εναντίον του εθνικισμού, γιατί πλέον έχει την ολόπλευρη ιδεολογική υποστήριξη της επικρατούσας τάσης της διεθνούς εξουσίας. Ο διεθνισμός, όμως, πλέον, έχει αποδειχθεί χειρότερος του εθνικισμού, γιατί έχει ευρύτερες φιλοδοξίες και έχει ισχυρότερη εμμονή στην κατασκευή πλαστών ταυτοτήτων. Κατασκεύασε επί 70 χρόνια την ανύπαρκτη ταυτότητα του Σοβιετικού πολίτη και σήμερα κατασκευάζει την εξ ίσου ανύπαρκτη ταυτότητα του Ευρωπαίου πολίτη. Δεν είμαστε βέβαιοι για το ποιος από τους δύο θα αποδειχθεί ο χειρότερος υπήκοος, αλλά είμαστε σίγουροι πως και το σημερινό οικοδόμημα έχει ημερομηνία λήξεως όπως η οποιαδήποτε κατασκευή που δεν συμβαίνει με αβίαστο τρόπο. Πάντως, ο εντόπιος επαναστατικός διεθνισμός στην ουσία κλείνει το μάτι, ευνοώντας από το δικό του μετερίζι αυτήν την εξέλιξη.
Οι εθνικιστές, λοιπόν, βρέθηκαν με την πλάτη στον τοίχο. Όχι όμως μόνον αυτοί. Το σύνολο των ανθρώπων που δεν έβλεπαν το λόγο για να απορρίψουν τον εθνισμό τους βρέθηκαν απολογούμενοι, βιώνοντας μια άνευ προηγουμένου επίθεση ανακατασκευής στη γλώσσα και την ιστορία τους. Ιστορία που μπορεί να την έμαθαν μερικώς στρεβλά υπό τα κελεύσματα είτε της πάλαι ποτέ «εθνικοφροσύνης» είτε αντίστοιχα της μεταπολεμικής «αριστεροσύνης», αλλά που στη γενικότητά της δεν ήταν ψεύτικη. Λέμε στη «γενικότητα», επειδή οι λεπτομέρειες έχουν τη σημασία τους. Επίθεση συγκεκαλυμμένη αρχικά και απροκάλυπτη στη συνέχεια. Θα λέγαμε πως τα τελευταία 20 χρόνια ο Ελλαδικός χώρος εισέρχεται και βιώνει τα τελικά στάδια της νεωτερικότητας και του μοντερνισμού της Δύσης και, όπως όλες οι τάσεις που τον επηρέασαν τα τελευταία 40 χρόνια, αυτό συνέβη πολύ γρήγορα, ασυνάρτητα και βίαια, αλλά πάντως μεθοδευμένα. Το αποτέλεσμα είναι πως σήμερα η συντριπτική πλειοψηφία ψάχνει σταθερό έδαφος να πατήσει και δεν το βρίσκει πουθενά, κάτι που επιτείνεται φυσικά και από τον καθημερινό οικονομικό πόλεμο.
Κάποιοι, βεβαίως, θα βρουν – και βρίσκουν – αυτό το έδαφος με το να γίνουν περισσότερο υποτακτικοί ως υπήκοοι μέσα στη «θαλπωρή» μιας κομματικής στρούγκας. Κάποιοι άλλοι ακόμα βρίσκονται σε αναζήτηση, την ώρα που πολλοί έχουν ήδη ξεκινήσει την Οδύσσειά τους στο εξωτερικό, αφήνοντας πίσω τους ένα δυσαναπλήρωτο κενό. Παρασκηνιακές πολιτικές δυνάμεις περιμένουν την ευκαιρία τους, καθώς το «άστρο» της «πρώτης φοράς αριστερά» δύει. Υπάρχει, ωστόσο, αυτήν τη στιγμή, μία ακαθόριστη μεν, ευδιάκριτη δε, τάση διάσπαρτων ανθρώπων που αναζητά μια περισσότερο βαθιά και ειλικρινή σχέση με την ιστορία και το «είναι» τόσο του εαυτού τους όσο και αυτού του τόπου με όλες του τις αντιφάσεις, με άγνωστη, προς το παρόν, κατάληξη. Αυτή η βαθύτερη ζύμωση είναι, κατ’ αρχήν, από εμάς καλοδεχούμενη.
Τα λέμε αυτά, γιατί πιστεύουμε πως όλα τα παραπάνω έπαιξαν το ρόλο τους στη μεγάλη παρουσία κόσμου στο συλλαλητήριο της Θεσσαλονίκης. Ας τα σκεφθούν όλα αυτά όσοι πιπιλάνε την καραμέλα του «εθνικιστή» και του «φασίστα», επειδή έτσι συμφέρει στην ιδεολογική τους τύφλωση και ας βάλουν (επί τέλους!) έναν καθρέφτη ενώπιων τους.
Η κατά κόρον και καταχρηστική χρήση του όρου «φασίστας», εδώ και πολλά χρόνια, δεν συμβαίνει τυχαία και έρχεται να καλύψει την ολοκληρωτική γύμνια της Αριστεράς, «επαναστατικής» και μη, έως και τις παρυφές του αναρχισμού, απέναντι στην διαμορφούμενη πραγματικότητα. Το ίδιο συμβαίνει και με άλλους όρους, όπως για παράδειγμα ο ρατσισμός. Διόλου τυχαία οι όροι αυτοί μπήκαν στο καθημερινό «οπλοστάσιο» και χρησιμοποιούνται σαν σφαίρες, επιβεβλημένοι από το ρεύμα της «πολιτικής ορθότητας», που είναι ουσιαστικά ιδεολογικό αποκύημα της αριστερής πτέρυγας της παγκοσμιοποίησης με έδρα τις ΗΠΑ, η οποία μέχρι πρότινος καθοδηγούσε το άρμα της παγκοσμιοποιητικής διαδικασίας. Λέμε, μέχρι πρότινος, γιατί εσχάτως φαίνεται πως η καρέκλα της τρίζει, αλλά οψόμεθα. Ουσιαστικά «φασίστας» τείνει να είναι απλά όποιος δεν συμφωνεί μαζί τους. Ο οποιοσδήποτε πρέπει πρώτα να αποδείξει πως δεν είναι «φασίστας» και μετά να αναπτύξει την επιχειρηματολογία του. Πρόκειται για μια πονηρή τακτική συντριβής του αντιπάλου σου δίχως να μπεις στον κόπο να επιχειρηματολογήσεις σοβαρά. Επί προσθέτως, δείχνεις ότι προτιμάς να ετεροπροσδιοριστείς, επιλέγοντας τον αντίπαλό σου και συγκρινόμενος σταθερά μ’ αυτόν. Η σύγκριση με τον «φασίστα» θα σε βγάζει πάντα ασπροπρόσωπο ακόμα κι αν οι πράξεις σου είναι εξ ίσου ελεεινές. Επί πλέον, οποιαδήποτε διαφορετική άποψη υποχρεωτικά θα πρέπει να συγκλίνει στο δικό σου δίπολο: «φασισμός» και «αντιφασισμός», οπότε τα στρατόπεδα γίνονται συγκεκριμένα και ο καθένας απορροφά το μερίδιό του, συνθλίβοντας όλες τις υπόλοιπες απόψεις. Νομίζουμε πως η πραγματική γύμνια της πρακτικής είναι ολοφάνερη, αν και ομολογουμένως έχει αποδειχθεί ιδιαίτερα αποτελεσματική.
Για να μπορούμε να συνεννοηθούμε σαν άνθρωποι, θα πρέπει πρωτίστως να αποκαταστήσουμε την αξία και σημασία των λέξεων. Ο φασισμός, όπως εκφράστηκε από τον Μουσολίνι (πρώην σοσιαλιστής), ήταν ένα επαναστατικό[1] ρεύμα που διακήρυττε την θεσμοθετημένη σύμπηξη κράτους και κεφαλαίου και την συμπαγή και άρρηκτη ενότητα κεφαλαιοκρατών και εργατών στη βάση του έθνους, που βρίσκει την έκφρασή της στο πρόσωπο του Αρχηγού. Αυτό, συγκεκριμένα, είναι ο φασισμός και τίποτε άλλο, οπότε οποιαδήποτε άλλη μορφή απολυταρχίας ας κατονομάζεται συγκεκριμένα. Το ότι ο φασισμός είχε και εθνικιστικά χαρακτηριστικά, δεν μετατρέπει αυτόματα όλους τους εθνικιστές σε φασίστες. Ας κρίνεται ο καθένας γι’ αυτό που είναι και όχι γι’ αυτό που βολεύει.
Επίσης, η παραπάνω πρακτική αιτιολογεί και το γιατί το πολιτικό σύστημα στα χρόνια των Μνημονίων είχε την απόλυτη ανάγκη της Χρυσής Αυγής. Μπροστά στα τερατώδη που έπραξαν, τί παραπάνω θα είχε κάνει ένας πραγματικός φασίστας; Η Χρυσή Αυγή αποτέλεσε κυριολεκτικά την ασπίδα τους. «Δεν είμαστε εμείς οι φασίστες, αλλά αυτοί οι φουσκωτοί με τα ξυρισμένα κεφάλια». Οι πραγματικοί εκφραστές του ολοκληρωτισμού κρύφτηκαν πίσω από τους νεοναζιστές και έβγαλαν τον εαυτό τους από το κάδρο. Έκτοτε, όποιος εξέφραζε μια διαφορετική άποψη θα έβλεπε μπροστά του το σκιάχτρο της Χρυσής Αυγής. «Είσαι μαζί τους». Έτσι έγινε εφικτή η σύμπηξη του «δημοκρατικού τόξου», στη βάση του οποίου ένας-ένας με τη σειρά προχωρούσε το σχέδιο των Μνημονίων ένα βήμα παρακάτω. Και οι «επαναστάτες» ψάχνουν στα σοκκάκια και τις γωνιές να βρουν τους φασίστες. Ο αποπροσανατολισμός τους είναι πλήρης.
Η άποψη περί «φασιστών» έχει και μία ακόμη πονηρή παράμετρο, ενισχύοντας τα «στερεότυπα» επιβολής. «Οι Έλληνες δεν είναι απλά τεμπέληδες. Είναι και φασίστες. Επομένως, δεν τους αξίζουν μόνον όσα έχουν ήδη πάθει αλλά ακόμη χειρότερα». Ας αναρωτηθεί κάποιος (νοών φυσικά…), στις παρούσες συνθήκες οικονομικού πολέμου και καταπίεσης, ποιους εξυπηρετεί ένα τέτοιο συμπέρασμα.
Αυτές οι τακτικές πλέον δεν πιάνουν και όσοι είτε ατυχώς είτε εσκεμμένα τις εξέθρεψαν θα τις βρουν μπροστά τους. Συνθήματα του τύπου «Έλληνας δεν γεννιέσαι, καταντάς» που εμφανίστηκαν στον Λευκό Πύργο, πέρα από το ότι φανερώνουν την προσωπική τραγωδία των εμπνευστών τους, εκδηλώνουν και έναν ξεκάθαρο ανθελληνισμό ρατσιστικού χαρακτήρα. Τα δήθεν «αντιρατσιστικά» αισθήματα ισχύουν μόνο για τους άλλους και όχι για τους Έλληνες; Κάποιοι παραμυθιάζονται ότι είναι δυνατόν να ενδιαφέρεσαι πραγματικά για τους ανθρώπους σε άλλα μέρη της Γης, μισώντας αυτούς που ζουν και αναπνέουν δίπλα σου. Γελιούνται. Δεν ενδιαφέρονται για τίποτε άλλο παρά μόνον για τον εαυτό τους.
Όλα αυτά, όμως, είναι αποκυήματα της Λενινιστικής λογικής και πρακτικής που πρέσβευε την ενίσχυση και υποστήριξη των ασθενέστερων εθνοτήτων έναντι των ισχυρότερων με σκοπό να τις ελέγξει όλες. Η (προσωρινά…) ασθενέστερη εθνότητα που λαμβάνει ολόπλευρη υποστήριξη, εάν πριμοδοτηθεί και ισχυροποιηθεί, ασφαλώς θα χρωστά τα πάντα στους διεθνιστές υποστηρικτές της και θα ελέγχεται από αυτούς. Το έχουμε ξαναγράψει: Ο «έσχατος» που θα γίνει «πρώτος» με τις πλάτες άλλων, θα είναι δούλος τους και θα βοηθήσει ώστε να γίνουν δούλοι και οι υπόλοιποι.
Είμαστε Αναρχικοί και μιλάμε Ελληνικά. Αυτό σημαίνει, αναπόφευκτα, ότι σκεφτόμαστε Ελληνικά (εφ’ όσον η γλώσσα είναι το εργαλείο της σκέψης). Δεν θα μπούμε στην τραγωδία να πολεμάμε τον εαυτό μας, δημιουργώντας τρικυμία και στους υπόλοιπους. Οι απόψεις μας για το κράτος, την εξουσία, τον εθνικισμό ή ότι άλλο, είναι απόσταγμα αυτού του εαυτού. Δεν είμαστε, ούτε θα γίνουμε εκούσιοι ή ακούσιοι πράκτορες της παγκοσμιοποίησης και των τωρινών σχεδιασμών των αυτοκρατόρων στα Βαλκάνια, ως χρήσιμοι ηλίθιοι, απλά για να μην κινδυνεύουμε να μας κατονομάσουν, δήθεν, ως «εθνικιστές» και «φασίστες». Οι καταστάσεις είναι πολύ σοβαρές.
Όσοι θέλουν να προσεγγίσουν το Μακεδονικό ζήτημα, απ’ όποια θέση κι αν προέρχονται, θα πρέπει να το σκεφτούν ως εξής: Από την εποχή που εμφανίστηκε το Μακεδονικό ζήτημα (ήδη πριν την εποχή των Βαλκανικών πολέμων) έως και σήμερα, σημαίνει ένα – και μόνον ένα – πράγμα: Επαναχάραξη συνόρων και επανασχεδιασμό όρων κυριαρχίας. Αυτό το δεδομένο οφείλει ο καθένας να αντικρύσει κατάματα και με ειλικρίνεια και να αναρωτηθεί τί ακριβώς σημαίνει αυτό σήμερα σε ευρύτερο κοινωνικό επίπεδο. Οι μειονότητες, είτε υπαρκτές είτε ανύπαρκτες, με τα «δίκαια» ή τα «άδικά» τους σ’ αυτήν τη διαδικασία χρησιμοποιούνταν και θα χρησιμοποιούνται ως όχημα είτε των εθνικιστικών είτε των διεθνιστικών – αυτοκρατορικών επιδιώξεων, οπότε ας τ’ αφήσουν αυτά, κάποιοι, κατά μέρος. Και δεν υπάρχει λόγος να φανταζόμαστε την αλλαγή συνόρων δια του πολέμου: πόλεμος στα πλαίσια του ΝΑΤΟ δεν θα γίνει, εκτός κι αν μιλάμε πλέον για παγκόσμιο πόλεμο. Μπορούμε, όμως, να τη φανταστούμε υπό τη μορφή των «Ειδικών Οικονομικών Ζωνών» (ΕΟΖ). Είναι ο «πολιτισμένος» τρόπος αλλαγής συνόρων. Εντός μιας ΕΟΖ δεν ασκείται ουσιαστικά κρατική κυριαρχία παρά μόνον κατ’ όνομα. Ισχύουν ειδικοί νόμοι και τα θεσμοθετημένα, πλέον, αφεντικά της περιοχής γίνονται οι εταιρείες που αναλαμβάνουν την «αξιοποίησή» τους. Δεν μας είναι δύσκολο λοιπόν να φανταστούμε μια ευρύτερη ΕΟΖ στο σύνολο της γεωγραφικής Μακεδονίας στο βαθμό που και το Ελληνικό και το κράτος των Σκοπίων θα βρίσκονται εντός του ΝΑΤΟ και της ΕΕ. Τι σημαίνει ΕΟΖ; Το έσχατο όριο του κορπορατισμού, άρα σκληρότερες συνθήκες επιβολής για όλους με ακόμη μικρότερες δυνατότητες αντίδρασης.
Πολλοί θεωρούν την αλλαγή συνόρων ως φαιδρό σενάριο, λόγω της δεδομένης αδυναμίας του γειτονικού κράτους να αντιπαρατεθεί στο Ελληνικό. Το ζήτημα, όμως δεν είναι στα Σκόπια, δεν αφορά καν σχεδόν τους άμεσα εμπλεκόμενους εκατέρωθεν των συνόρων. Αφορά τους αυτοκράτορες στην άλλη όχθη του Ατλαντικού οι οποίοι είναι πάτρωνες και των δύο κρατών. Στην Ελλάδα οι Αμερικανοί πανηγυρίζουν για το γεγονός ότι «ποτέ οι σχέσεις μας δεν ήταν καλύτερες», εννοώντας πως ποτέ δεν είχαν τέτοιον έλεγχο και ευήκοα ώτα στο Ελλαδικό κράτος, και όσο για τα Σκόπια, αυτά απλώς δεν θα υπήρχαν χωρίς τους Αμερικανούς. Επομένως, όπως έλεγε ο Taleb, όταν το χέρι που σε ταΐζει είναι και το ίδιο που μπορεί να σε δολοφονήσει, η πρόβλεψη των πραγμάτων γίνεται πολύ δυσχερής. Ενώπιων των αποφάσεων, μάλιστα, «ανησυχεί» και ο Αμερικανός πρέσβης για ενδεχόμενο «ατύχημα» στο Αιγαίο με την Τουρκία. Νομίζουμε πως όλοι αντιλαμβάνονται την «πολιτισμένη» του απειλή…
Ελπίζουμε να έχει γίνει αντιληπτό το τι εννοούμε όταν λέμε να μην μετατρεπόμαστε σε χρήσιμους ηλίθιους.
Οι Αμερικανοί χειρίζονται το Μακεδονικό ζήτημα σήμερα όπως το έκαναν παλαιότερα οι Σοβιετικοί, δηλαδή σε αντίστοιχες γραμμές και με αντίστοιχες επιδιώξεις: τον έλεγχο των Βαλκανίων. Η πάλαι ποτέ «Βαλκανική Κομμουνιστική Ομοσπονδία» (ΒΚΟ) που υποστήριζε η Κομιντέρν, πριμοδοτώντας τότε κυρίως τη Βουλγαρία στο χώρο της Μακεδονίας, σήμερα προωθείται, κατ’ αντιστοιχία και τηρουμένων των αναλογιών, στα πλαίσια του ΝΑΤΟ και της ΕΕ με την πριμοδότηση των Σκοπίων. Τότε οι Δυτικοί δεν το ήθελαν. Τώρα είναι οι Δυτικοί που θέλουν κάτι αντίστοιχο και οι Ρώσσοι είναι που διαμαρτύρονται. «Εντυπωσιαζόμαστε», όμως, από το γεγονός πως αυτοί που εκείνη την εποχή υποστήριζαν το σχέδιο της Κομιντέρν υπό τα κελεύσματα των Σοβιετικών (ΚΚΕ), είναι οι ίδιοι ιδεολογικά μ’ αυτούς που σήμερα υποστηρίζουν ένα αντίστοιχο σχέδιο υπό τα κελεύσματα των Αμερικανών. Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί πως η Ιστορία δεν διαθέτει ισχυρές δόσεις ειρωνείας. Δεν νομίζουμε, όμως, πως θα τους εγγράψει στο ενεργητικό της ως «τραγικούς» ήρωες.
Αναρχική συλλογικότητα "Πυργίται"
1 comments:
καποτε υπηρχε η γιαφκα αλλα απο οτι βλεπω εσεις ειστε απο αριστερα προερχομενοι
Δημοσίευση σχολίου